Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΑΜΑΤΙΚΗΣ - ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - INTERNATIONALE SITUATIONNISTE

(Το παρόν κείμενο το 'αλιεύσαμε' από το βιβλίο "internationale situationniste - το ξεπέρασμα της τέχνης - ανθολογία κειμένων της καταστασιακής διεθνούς", εκδόσεις ύψιλον. Είχε δημοσιευθεί στο 10ο τεύχος της Καταστασιακής Διεθνούς.)


Η παρακμή και η πτώση της θεαματικής – εμπορευματικής οικονομίας

Από τις 13 έως τις 16 Αυγούστου του 1965 ο μαύρος πληθυσμός του Λος Άντζελες ξεσηκώθηκε. Ένα επεισόδιο ανάμεσα σε τροχονόμους και διαβάτες εξελίχτηκε σε αυθόρμητες συγκρούσεις δύο ημερών. Οι αυξανόμενες ενισχύσεις των δυνάμεων της τάξης δεν κατόρθωσαν να ξαναπάρουν τον έλεγχο του δρόμου. Την Τρίτη μέρα οι Μαύροι πήραν τα όπλα λεηλατώντας τα γύρω οπλοπωλεία κι έτσι μπόρεσαν να πυροβολήσουν ως και τα ελικόπτερα της αστυνομίας. Χιλιάδες στρατιώτες κι αστυνομικοί – η στρατιωτική δύναμη μιας μεραρχίας πεζικάριων με την υποστήριξη αρμάτων μάχης – χρειάστηκε τελικά να ριχτούν στη μάχη για να κυκλώσουν την εξέγερση μέσα στη συνοικία Γουάτς (Watts) και τέλος να την ξανακερδίσουν έπειτα από πάμπολλες οδομαχίες πολλών ημερών. Οι εξεγερμένοι επιδόθηκαν στη γενικευμένη λεηλασία και τον εμπρησμό των καταστημάτων. Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις υπήρξαν 3 νεκροί, από τους οποίους 27 Μαύροι, πάνω από 800 τραυματίες και 3000 συλλήψεις.
Οι αντιδράσεις, απ’ όπου κι αν προέρχονταν, απόκτησαν εκείνη τη σαφήνεια που μόνο το επαναστατικό γεγονός – όντας το ίδιο μια έμπρακτη αποσαφήνιση των υπαρχόντων προβλημάτων – έχει πάντοτε το προνόμιο να προσδίνει στις διάφορες αποχρώσεις της σκέψης των αντιπάλων του. Ο αρχηγός της αστυνομίας Γουίλλιαμ Πάρκερ αρνήθηκε κάθε μεσολάβηση που του πρότειναν οι μεγάλες μαύρες οργανώσεις, δηλώνοντας πολύ σωστά ότι «αυτοί οι εξεγερμένοι δεν έχουν αρχηγούς». Και βέβαια αφού οι Μαύροι δεν είχαν πια αρχηγούς είχε έρθει η στιγμή της αλήθειας για κάθε στρατόπεδο. Τι περίμενε άλλωστε αυτήν τη στιγμή ένας απ’ αυτούς τους άνεργους πια αρχηγούς, ο Ρου Γουίλκινς, γενικός γραμματέας της Εθνικής Ένωσης για την Προώθηση του Έγχρωμου Πληθυσμού; Δήλωνε ότι οι εξεγερμένοι «έπρεπε να κατασταλούν με κάθε αναγκαία δύναμη». Κι ο καρδινάλιος του Λος Άντζελες, Μακ Ιντάιρ, που διαμαρτυρόταν έντονα, δεν διαμαρτυρόταν για τη βιαιότητα της καταστολής όπως θα περίμενε κανείς τώρα που η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εκσυγχρονίζει την εικόνα της. Αντίθετα διαμαρτυρόταν αναστατωμένος για μια «προσχεδιασμένη εξέγερση εναντίον των δικαιωμάτων του πλησίον, εναντίον του σεβασμού του νόμου και της διατήρησης της τάξης» και καλούσε τους καθολικούς ν’ αντιταχτούν στη λεηλασία, σ’ «αυτές τις χωρίς προφανή αίτια βιαιότητες». Όσοι πάλι κατάφεραν να δουν τα «προφανή αίτια» της οργής των Μαύρων του Λος Άντζελες – χωρίς όμως να βλέπουν το πραγματικό αίτιο-, όλοι αυτοί οι στοχαστές κι οι «υπεύθυνοι» της παγκόσμιας Αριστεράς και της ανυπαρξίας της, θρήνησαν για την ανευθυνότητα, την αταξία, τη λεηλασία και κυρίως το γεγονός ότι πρωτολεηλατήθηκαν τα καταστήματα οινοπνευματωδών και όπλων, κι έκλαψαν για τις 2000 καταμετρημένες εστίες πυρκαγιάς, με τις οποίες οι μπουρλοτιέρηδες του Γουάτς φώτισαν τη μάχη τους και τη γιορτή τους.

Ποιος λοιπόν υπερασπίστηκε του εξεγερμένους του Λος Άντζελες όπως πραγματικά το άξιζαν; Εμείς θα το κάνουμε. Ας αφήσουμε τους οικονομολόγους να κλαίνε τα 27 εκατομμύρια χαμένα δολάρια, τους πολεοδόμους να οδύρονται πάνω στις στάχτες ενός από τα πιο ωραία τους σουπερμάρκετς και τον Μακ Ιντάιρ να θρηνεί για το βοηθό σερίφη που σκοτώθηκε. Ας αφήσουμε τους κοινωνιολόγους να τραβάν τα μαλλιά τους με τον παραλογισμό και το μεθύσι που επικράτησε σ’ αυτήν την εξέγερση. Ο ρόλος ενός επαναστατικού εντύπου είναι όχι μόνο να δώσει δίκιο στους εξεγερμένους του Λος Άντζελες, αλλά και να συνεισφέρει στο να τους δώσει τους λόγους της εξέγερσής τους, να εξηγήσει θεωρητικά την αλήθεια που αναζητά η πράξη τους.
Στο Μήνυμα προς τους επαναστάτες της Αλγερίας και όλων των χωρών που δημοσιεύτηκε στο Αλγέρι τον Ιούλιο του 1965 μετά το πραξικόπημα του Μπουμεντιέν κι εξέθετε στους αλγερινούς και στους επαναστάτες όλου του κόσμου την κατάσταση στην Αλγερία και στον υπόλοιπο κόσμο ως σύνολο,- οι καταστασιακοί αναφέρθηκαν ανάμεσα στα παραδείγματά τους και στο κίνημα των αμερικανών Μαύρων που «αν καταφέρει να εκδηλωθεί με συνέπεια» θα ξεσκεπάσει τις αντιφάσεις του πιο προηγμένου καπιταλισμού. Πέντε βδομάδες αργότερα αυτή η συνέπεια εκδηλώθηκε στους δρόμους, η θεωρητική κριτική των πιο μοντέρνων εκδηλώσεων της σύγχρονης κοινωνίας και η έμπρακτή κριτική αυτής της κοινωνίας υπάρχουν κιόλας. Εξακολουθούν να ‘ναι διαχωρισμένες, αλλά είναι σίγουρο πως έχουν προχωρήσει προς τις ίδιες πραγματικότητες και μιλούν για το ίδιο πράγμα. Αυτές οι δύο κριτικές εξηγούνται αμοιβαία και δε μπορούμε να εξηγήσουμε τη μία χωρίς να εξηγήσουμε την άλλη. Η θεωρία της επιβίωσης και του θεάματος διαφωτίζεται κι επαληθεύεται απ’ αυτές τις πράξεις που η αμερικάνικη ψεύτικη συνείδηση δε μπορεί να εξηγήσει. Και κάποια μέρα θα φωτίσει με τη σειρά της αυτές τις πράξεις. Μέχρι σήμερα οι διαδηλώσεις των Μαύρων για τα «δικαιώματα του πολίτη» είχαν συγκρατηθεί από τους αρχηγούς τους σε μια νομιμότητα, που ανεχόταν τις χειρότερες βιαιότητες των δυνάμεων της τάξης και των ρατσιστών (όπως για παράδειγμα τον περασμένο Μάρτιο στην Αλαμπάμα κατά τη διάρκεια της πορείας στο Μοντγκόμερυ). Ακόμα και μετά απ’ αυτό το σκάνδαλο, μια διακριτική συνεννόηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης , του κυβερνήτη Γουάλλας με τον πάστορα Κινγκ, είχε οδηγήσει τους διαδηλωτές της Σέλμα, στις 10 Μαρτίου, να υποχωρήσουν μπροστά στην πρώτη πρόσκληση των Αρχών να διαλυθούν, με αποτέλεσμα να καταλήξουν περήφανα στις προσευχές! Η σύγκρουση που περίμενε τότε το πλήθος δεν ήταν παρά το θέαμα μιας πραγματοποιήσιμης σύγκρουσης. Την ίδια στιγμή η μη βία είχε φτάσει το γελοίο όριο του θάρρους της: να εκτίθεσαι στα χτυπήματα του εχθρού και ν’ ανυψώνεις έπειτα το ηθικό σου μεγαλείο, ώστε να του στερήσεις την αναγκαιότητα να ξαναχρησιμοποιήσει τη δύναμή του. Αλλά το βασικό δεδομένο είναι ότι το κίνημα για τα δικαιώματα του πολίτη, χρησιμοποιώντας νόμιμα μέσα, δεν μπορούσε να θέσει παρά νόμιμα προβλήματα. Είναι λογικό να επικαλείσαι νόμιμα το νόμο. Το ανορθολογικό είναι να ζητιανεύεις νόμιμα μπροστά στην προφανή παρανομία, λες κι αυτή η παρανομία δεν είναι παρά ένας παραλογισμός που θα διαλυθεί μόλις τον δείξεις με το δάχτυλο. Είναι φανερό ότι η αισχρά ορατή επιφανειακή παρανομία, που ακόμα ασκείται σε βάρος των Μαύρων σε πολλές πολιτείες των Η.Π.Α., έχει τις ρίζες της σε μια οικονομικοκοινωνική αντίφαση που δεν είναι της αρμοδιότητας των σημερινών νόμων. Είναι επίσης φανερό ότι κανένας μελλοντικός δικαστικός, τυπικός νόμος δε θα μπορέσει να τη θίξει στο παραμικρό ενάντια στους πιο θεμελιώδεις νόμους της κοινωνίας στην οποία οι αμερικάνοι Μαύροι τολμούν τελικά να διεκδικούν το δικαίωμα της ζωής. Αυτό που στ’ αλήθεια θέλουν οι αμερικάνοι Μαύροι είναι η ολοκληρωτική ανατροπή αυτής της κοινωνίας ή τίποτα, και το πρόβλημα της αναγκαίας ανατροπής ξεπροβάλλει από μόνο του μόλις οι Μαύροι καταλήγουν στα ανατρεπτικά μέσα. Αλλά η χρησιμοποίηση τέτοιων μέσων ξεπροβάλλει στην καθημερινή τους ζωή σαν κάτι το τυχαίο αλλά κι εντελώς δικαιολογημένο αντικειμενικά. Το πρωταρχικό ζήτημα που βάζει στους Μαύρους η καθημερινή τους ζωή δεν είναι η κρίση του στάτους των Μαύρων της Αμερικής, αλλά η κρίση του στάτους της ίδιας της Αμερικής. Στην εξέγερση του Γουάτς δεν είχαμε μια φυλετική σύγκρουση: οι Μαύροι δεν επιτέθηκαν στους Λευκούς που βρέθηκαν στο δρόμο τους, χτύπησαν μόνο τους λευκούς αστυνομικούς. Άλλωστε η μαύρη κοινότητα δεν αγκάλιασε ούτε τους μαύρους καταστηματάρχες ούτε τους μαύρους αυτοκινητιστές. Ο ίδιος ο Λούθερ Κίνγκ αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι τα όρια της ειδικότητάς του είχαν ξεπεραστεί, δηλώνοντας τον Οκτώβριο στο Παρίσι ότι «δεν ήταν συγκρούσεις φυλετικές αλλά ταξικές».
Η εξέγερση στο Λος Άντζελες είναι μια εξέγερση ενάντια στο εμπόρευμα, ενάντια στον κόσμο του εμπορεύματος και του εργαζόμενου καταναλωτή που είναι ιεραρχικά υποταγμένος στα μέτρα του εμπορεύματος. Οι Μαύροι του Λος Άντζελες παίρνουν κατά λέξη την προπαγάνδα του σύγχρονου καπιταλισμού, τη διαφήμιση της αφθονίας, όπως και οι συμμορίες των νεαρών αλητών όλων των ανεπτυγμένων χωρών αλλά πιο ριζικά, εφόσον με τους Μαύρους αυτό γίνεται στην κλίμακα μιας τάξης που συνολικά δεν έχει μέλλον, μιας μερίδας του προλεταριάτου που δεν μπορεί να πιστέψει σε σημαντικές ευκαιρίες για προαγωγή κι ενσωμάτωση. Θέλουν ευθύς αμέσως όλα όσα τους δείχνουν και είναι διαθέσιμα με αφηρημένο τρόπο, επειδή θέλουν να τα χρησιμοποιήσουν. Γι’ αυτό και αρκούνται στην ανταλλακτική αξία, την εμπορευματική πραγματικότητα που έχει επιλέξει τα πάντα και είναι το καλούπι, το κίνητρο και ο τελικός σκοπός. Κλέβοντας και χαρίζοντας ξαναβρίσκουν μια χρήση που διαψεύδει αυτομάτως τον καταπιεστικό ορθολογισμό του εμπορεύματος και ξεσκεπάζει τις σχέσεις του και την ίδια του την κατασκευή ως αυθαίρετες και μη αναγκαίες. Η λεηλασία της συνοικίας του Γουάτς εκδήλωνε την πιο συνοπτική πραγμάτωση του νόθου συνθήματος «Στον καθένα σύμφωνα με τις ψεύτικες ανάγκες του». Τις ανάγκες που καθορίζει και παράγει αυτό το οικονομικό σύστημα που απορρίπτει η λεηλασία. Ωστόσο, οι αμερικάνοι Μαύροι παίρνουν αυτήν την αφθονία κατά λέξη, την αγγίζουν άμεσα και δεν την κυνηγούν αόριστα στον αγώνα δρόμου που επιβάλλει η αλλοτριωμένη εργασία και η αδιάκοπη αύξηση των πολυποίκιλων κοινωνικών αναγκών. Γι’ αυτό και οι αληθινές ανθρώπινες ανάγκες εκδηλώνονται κιόλας μέσα στη γιορτή, στο παιχνίδι, στο καταστροφικό πότλατς. Ο άνθρωπος, που καταστρέφει εμπορεύματα, φανερώνει την ανωτερότητα του ανθρώπου πάνω στα εμπορεύματα. Δεν θα μένει πια σκλάβος των αυθαίρετων μορφών που έπλασε η εικόνα της ανάγκης του. Μέσα στις φλόγες του Γουάτς πραγματοποιήθηκε το πέρασμα από την κατανάλωση στην ανάλωση. Τα υπερψυγεία που κλάπηκαν από ανθρώπους που στο σπίτι τους δεν έχουν ρεύμα ή τους το έχουν κόψει, είναι η καλύτερη εικόνα του ψέματος της αφθονίας που έγινε αλήθεια μέσα στο παιχνίδι. Οι άνθρωποι μπορούν ν’ ασκήσουν κριτική και να μετασχηματίσουν την εμπορευματική παραγωγή μόλις πάψουν να την αγοράζουν. Μόνον όταν την πληρώνουν με χρήμα – σαν σύμβολο που φανερώνει μια θέση μέσα στην επιβίωση – μόνο τότε τη σέβονται σαν θαυμαστό φετίχ. Η κοινωνία της αφθονίας βρίσκει τη φυσική απάντηση της στη λεηλασία. Η αφθονία της δεν είναι με κανένα τρόπο φυσική κι ανθρώπινη αφθονία, είναι αφθονία εμπορευμάτων. Και η λεηλασία, γκρεμίζοντας προς στιγμήν το εμπόρευμα ως εμπόρευμα, φανερώνει το ultima ratio (ύστατο επιχείρημα) του εμπορεύματος: τη δύναμη, την αστυνομία και τα’ άλλα ειδικευμένα αποσπάσματα που μέσα στο Κράτος κατέχουν το μονοπώλιο της ένοπλης βίας. Τι είναι ο αστυνομικός; Είναι ο ενεργός υπηρέτης του εμπορεύματος, ο άνθρωπος που έχει ολοκληρωτικά υποταχθεί στο εμπόρευμα και χάρη στη δράση του το τάδε προϊόν της ανθρώπινης εργασίας παραμένει εμπόρευμα. Η μαγική θέληση του εμπορεύματος είναι να πληρώνεται και όχι απλοϊκά ένα ψυγείο ή ένα τουφέκι, δηλαδή ένα τυφλό, παθητικό κι αναίσθητο πράγμα που υποτάσσεται σ’ οποιονδήποτε το χρησιμοποιεί. Απορρίπτοντας την ταπείνωση της εξάρτησης του ανθρώπου από τον αστυνομικό, οι Μαύροι απορρίπτουν την ταπείνωση της εξάρτησης του ανθρώπου από τα εμπορεύματα. Η χωρίς εμπορευματικό μέλλον νεολαία του Γουάτς διάλεξε μια άλλη ποιότητα του παρόντος και η αλήθεια αυτού του παρόντος υπήρξε αναμφισβήτητη σε τέτοιο σημείο ώστε συμπαρέσυρε όλον τον πληθυσμό, τις γυναίκες, τα παιδιά, μέχρι και τους κοινωνιολόγους που βρίσκονταν εκεί. Μια νεαρή μαύρη κοινωνιολόγος αυτής της συνοικίας, η Μπόμπι Χόλλον, δήλωνε τον Οκτώβριο στον Herald Tribune: «Παλιά οι άνθρωποι ντρέπονταν να πουν πως είναι απ’ το Γουάτς, το ‘λέγανε μέσα απ’ τα δόντια τους. Τώρα το λένε με περηφάνια. Αγόρια που πάντα φορούσαν πουκάμισα ανοιχτά ως τη μέση και θα σε λιάνιζαν στο πί και φί, ξανάρχονταν εδώ κάθε πρωί στις επτά. Οργάνωναν τη διανομή των τροφίμων. Φυσικά δεν πρέπει να ‘χουμε αυταπάτες, τα τρόφιμα τα είχαν κλέψει(…) Όλη αυτή η χριστιανική φλυαρία χρησιμοποιήθηκε ενάντια στους Μαύρους χρόνια ολόκληρα. Αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να κλέβουν για δέκα χρόνια, χωρίς να πάρουν πίσω ούτε τα μισά από τα λεφτά που τους έχουν κλέψει σ’ αυτά τα μαγαζιά, τόσα χρόνια τώρα (…) Εγώ δεν είμαι παρά μια μικρούλα μαύρη». Η Μπόμπι Χόλλον που αποφάσισε να μην πλύνει ποτέ το αίμα που πότισε τα παπούτσια της μέσα στις συμπλοκές, λέει ότι «τώρα όλος ο κόσμος κοιτάζει τη συνοικία του Γουάτς».
Πως οι άνθρωποι κάνουν την ιστορία, ξεκινώντας από προϋπάρχουσες συνθήκες, ώστε να τους αποτρέψεις να επέμβουν σ’ αυτές; Οι Μαύροι του Λος Άντζελες είναι οι πιο καλοπληρωμένοι στις Η.Π.Α. αλλά και οι περισσότερο αποκομμένοι από τον υπέρμετρο πλούτο που υπάρχει στην Καλιφόρνια. Το Χόλυγουντ, ο πόλος του παγκόσμιου θεάματος, βρίσκεται ακριβώς δίπλα τους. Τους υπόσχονται ότι, αν κάνουν υπομονή, θα φτάσουν την αμερικάνικη ευμάρεια. Μα εκείνοι βλέπουν πως αυτή η ευμάρεια δεν είναι μια σταθερή σφαίρα αλλά μια σκάλα χωρίς τέλος. Όσο ανεβαίνουν τόσο απομακρύνονται από την κορυφή, μια και βρίσκονται σε μειονεκτική θέση από το ξεκίνημα κιόλας, επειδή είναι λιγότερο ειδικευμένοι (και συνεπώς οι περισσότεροι μέσα στους άνεργους) και τέλος γιατί η ιεραρχία που τους συνθλίβει δεν είναι μόνον η ιεραρχία της αγοραστικής δύναμης, ένα καθαρό οικονομικό γεγονός; Είναι μια ουσιώδης κατωτερότητα, που τους επιβάλλουν σ’ όλες τις όψεις της καθημερινής ζωής τα ήθη και οι προκαταλήψεις μιας κοινωνίας στην οποία κάθε ανθρώπινη δύναμη ευθυγραμμίζεται με την αγοραστική δύναμη. Εφόσον η αμερικάνικη κοινωνία μισεί και θεωρεί εγκληματικό τον ανθρώπινο πλούτο των Μαύρων. Ο χρηματικός πλούτος δεν μπορεί να τους κάνει απόλυτα αποδεκτούς μέσα στην αμερικάνικη αλλοτρίωση: ο ατομικός πλούτος θα κάνει το Μαύρο το πολύ – πολύ έναν πλούσιο νέγρο, γιατί οι Μαύροι στο σύνολό τους πρέπει ν’ αντιπροσωπεύουν την φτώχεια μιας κοινωνίας ιεραρχημένου πλούτου. Όλοι οι παρατηρητές άκουσαν αυτήν την κραυγή που ζητούσε την παγκόσμια αναγνώριση του νοήματος του ξεσηκωμού: «Είναι η επανάσταση των Μαύρων και θέλουμε να το μάθει όλος ο κόσμος!» «Freedom now!, Ελευθερία τώρα!», αυτό είναι το σύνθημα όλων των επαναστάσεων της ιστορίας. Όμως για πρώτη φορά η κοινωνία οφείλει να θεσπίσει καινούργιους νόμους για να κυριαρχήσει όχι την αθλιότητα, αλλά αντίθετα την υλική αφθονία. Για να κυριαρχήσει λοιπόν την αφθονία δεν αρκεί να μετασχηματίσει τη διανομή της, αλλά να ξαναπροσδιορίσει όλες τις επιφανειακές και βαθύτερες τάσεις της. Αυτό είναι το πρώτο βήμα μιας τεράστιας μάχης, ενός αγώνα μ’ απίστευτη σημασία.
Οι Μαύροι δεν είναι απομονωμένοι στον αγώνα τους: μια καινούργια προλεταριακή συνείδηση (η συνείδηση ότι δεν διαφεντεύεις σε τίποτα τη δραστηριότητά σου, τη ζωή σου) αρχίζει ν’ αναπτύσσεται στην Αμερική, σε στρώματα που αρνιούνται το σύγχρονο καπιταλισμό και που εξαιτίας αυτής της άρνησης μοιάζουν στους Μαύρους. Η πρώτη φάση του αγώνα των Μαύρων υπήρξε σημάδι μιας αμφισβήτησης που θεριεύει. Το Δεκέμβριο του 1964 οι φοιτητές του Μπέρκλεϋ, με την πείρα που άντλησαν από τη συμμετοχή τους στο κίνημα για τα δικαιώματα του πολίτη, έκαναν μια απεργία που αμφισβητούσε τη λειτουργία αυτού του «Πολυπανεπιστήμιου» της Καλιφόρνια και μέσω αυτού ολόκληρη την οργάνωση της αμερικάνικης κοινωνίας και τον παθητικό ρόλο στον οποίο τους προορίζει. Αμέσως ανακαλύπτουν ότι η νεολαία επιδίδεται σε όργια με ποτά ή ναρκωτικά και την κατηγορούν για διάλυση της σεξουαλικής ηθικής, όπως ακριβώς κατηγορούν τους Μαύρους. Μετά από εκείνη την πρώτη κινητοποίηση, η ίδια γενιά φοιτητών εφεύρε μια πρώτη μορφή αγώνα ενάντια στο κυρίαρχο θέαμα, το teach in, μια μορφή που ξαναχρησιμοποιήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία στις 20 Οκτωβρίου, στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου με αφορμή την κρίση της Ροδεσίας. Πρωτόγονη ασφαλώς και όχι καθαρή, αυτή η μορφή είναι η στιγμή της συζήτησης των προβλημάτων που αρνιέται να κλειστεί σε χρονικά όρια (ακαδημαϊκά) και συνεπώς, θέλει να φτάσει μέχρι το τέλος – που φυσικά δεν είναι άλλο από την πρακτική δραστηριότητα. Τον Οκτώβριο δεκάδες χιλιάδων διαδήλωναν στους δρόμους της Νέας Υόρκης και του Μπέρκλεϋ ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, ενώνοντας τις φωνές τους με τις φωνές των εξεγερμένων του Γουάτς: «Έξω από τη συνοικία μας και το Βιετνάμ!». Οι λευκοί που ριζοσπαστικοποιούνται ξεπέρασαν το περίφημο όριο της νομιμότητας: δίνουν «μαθήματα» για να μάθουν να εξαπατούν τα Αναθεωρητικά Συμβούλια (Le Monde, 19/10/65), καίνε τα στρατιωτικά φυλλάδιά τους μπροστά στην τηλεόραση. Μέσα στην κοινωνία της αφθονίας εκφράζεται η απέχθεια γι’ αυτήν την αφθονία και την τιμή της. Το θέαμα αμαυρώνεται από την αυτόνομη δραστηριότητα ενός προηγμένου στρώματος που αρνείται τις αξίες του. Το κλασικό προλεταριάτο, στο μέτρο ακριβώς που κατόρθωσαν προσωρινά να το ενσωματώσουν στο καπιταλιστικό σύστημα, δεν είχε ενσωματώσει τους Μαύρους (μέχρι το 1959 πολλά συνδικάτα του Λος Άντζελες δε δέχονταν Μαύρους). Τώρα λοιπόν οι Μαύροι είναι ο πόλος ενοποίησης όλων όσων αρνούνται τη λογική αυτής της ενσωμάτωσης στον καπιταλισμό, είναι η αναγκαία συνθήκη κάθε υπόσχεσης για ενσωμάτωση. Αλλά η υλική ευημερία δε θα είναι ποτέ αρκετά απολαυστική για να ικανοποιήσει όσους αναζητούν αυτό που δεν υπάρχει στην αγορά, αυτό ακριβώς που η αγορά εξολοθρεύει. Το επίπεδο στο οποίο έχει φτάσει η τεχνολογία των πιο προνομιούχων, γίνεται μια αδικία που μπορεί να εκφραστεί πολύ πιο εύκολα από την ουσιώδη αδικία της πραγμοποίησης. Η εξέγερση του Λος Άντζελες είναι η πρώτη στην ιστορία που αναζήτησε τα δίκαιά της στην έλλειψη κλιματισμένου αέρα κατά τη διάρκεια ενός κύματος καύσωνα.
Οι Μαύροι έχουν στην Αμερική το δικό τους θέαμα, τον Τύπο τους, τις επιθεωρήσεις τους και τις έγχρωμες βεντέτες τους. Αλλά το αναγνωρίζουν και το απορρίπτουν σαν απατηλό θέαμα, σαν έκφραση της ταπείνωσής τους, γιατί βλέπουν πως είναι μειοψηφικό, απλό παράρτημα ενός γενικού θεάματος. Αναγνωρίζουν ότι αυτό το θέαμα της επιθυμητής κατανάλωσης που προορίζεται γι’ αυτούς δεν είναι παρά μια αποικία του θεάματος των Λευκών. Έτσι βλέπουν πιο γρήγορα το ψέμα ολόκληρου του οικονομικοπολιτιστικού θεάματος. Θέλοντας να συμμετάσχουν πραγματικά κι ευθύς αμέσως στην αφθονία – που αποτελεί επίσημη αξία κάθε αμερικάνου -, ζητούν την ισότιμη πραγμάτωση του θεάματος και της καθημερινής ζωής στην Αμερική, ζητούν να δοκιμαστούν στην πράξη οι μισοουράνιες – μισογήινες αξίες αυτού του θεάματος. Αλλά η ουσία αυτού του θεάματος είναι να μην πραγματώνεται άμεσα ή ισότιμα ούτε και για τους Λευκούς (οι Μαύροι χρησιμεύουν απλώς σαν τέλεια θεαματική εγγύηση αυτής της διεγερτικής ανισότητας στο κυνηγητό της αφθονίας). Απαιτώντας να πάρουν κατά γράμμα το καπιταλιστικό θέαμα, οι Μαύροι απορρίπτουν κιόλας το ίδιο το θέαμα. Το θέαμα είναι ένα ναρκωτικό για σκλάβους. Δεν πρέπει να το παίρνουν κατά γράμμα αλλά να το ακολουθούν με μια απειροελάχιστη καθυστέρηση (χωρίς αυτήν την καθυστέρηση ο φενακισμός έρχεται στην επιφάνεια). Πράγματι σήμερα στις Η.Π.Α. οι Λευκοί είναι οι σκλάβοι του εμπορεύματος και οι Μαύροι οι αρνητές του. Οι Μαύροι θέλουν περισσότερα από τους Λευκούς: να ποια είναι η καρδιά ενός προβλήματος που θα παραμείνει άλυτο ή θα λυθεί μόνο με τη διάλυση αυτής της λευκής κοινωνίας. Οι Λευκοί που θέλουν να βγουν από τη δικιά τους σκλαβιά, οφείλουν πρώτα - πρώτα να ταχθούν με το μέρος της εξέγερσης των Μαύρων, αντιμετωπίζοντάς την όχι ως φυλετική εκδήλωση αλλά ως καθολική άρνηση του εμπορεύματος και τελικά του Κράτους. Η οικονομική και ψυχολογική απόσταση των Μαύρων από τους Λευκούς, τους επιτρέπει να δουν τι είναι ο λευκός καταναλωτής, και η δίκαια περιφρόνηση που τρέφουν για τον Λευκό γίνεται περιφρόνηση για κάθε παθητικό καταναλωτή. Όσοι Λευκοί απορρίπτουν αυτόν το ρόλο δεν έχουν ελπίδες παρά μόνο αν ενοποιούν όλο και περισσότερο τον αγώνα τους με τον αγώνα των Μαύρων, βρίσκοντας μόνοι τους και υποστηρίζοντας μέχρι τα άκρα τους συνεκτικούς λόγους αυτού του αγώνα. Αν μπροστά στην ριζοσπαστικοποίηση του αγώνα η συμμαχία τους διασπαστεί, μοιραία θ’ αναπτυχθεί ένας μαύρος εθνικισμός που θα καταδίκαζε την κάθε πλευρά σε μια σύγκρουση σύμφωνα με τα πιο παλιά μοντέλα της κυρίαρχής κοινωνίας. Όταν η παραίτηση είναι αδύνατο να διαρκέσει, η άλλη όψη της σημερινής εναλλαγής είναι μια σειρά αμοιβαίων εκκαθαρίσεων.
Οι προσπάθειες για δημιουργία ενός μαύρου εθνικισμού (φιλοαφρικάνικου ή που ζητά την ίδρυση χωριστού κράτους) είναι όνειρα που δεν μπορούν ν’ ανταποκριθούν στην πραγματική καταπίεση. Οι αμερικάνοι Μαύροι δεν έχουν πατρίδα. Στην Αμερική βρίσκονται στην πατρίδα τους, αλλοτριωμένοι όσο κι οι άλλοι αμερικάνοι με τη διαφορά ότι αυτοί έχουν επίγνωση της κατάστασής τους. Γι’ αυτό δεν είναι ο καθυστερημένος αλλά ο πιο προηγούμενος τομέας της αμερικάνικης κοινωνίας. Είναι η έμπρακτη άρνηση, «η κακή πλευρά από την οποία γεννιέται το κίνημα που κάνει την ιστορία με τον αγώνα του» (Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας. Κ. Μαρξ). Και δεν υπάρχει Αφρική γι’ αυτήν.
Οι αμερικάνοι Μαύροι είναι προϊόν της σύγχρονης βιομηχανίας όπως η ηλεκτρονική, η διαφήμιση ή το κύκλοτρον. Φέρνουν τις αντιφάσεις της. Είναι οι άνθρωποι που ο θεαματικός παράδεισος οφείλει και να ενσωματώσει και ν’ απορρίψει. Γι’ αυτό ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο θέαμα και στη δραστηριότητα των ανθρώπων γίνεται ολοφάνερος σ’ αυτούς. Το θέαμα είναι καθολικό όπως και το εμπόρευμα. Επειδή όπως ο κόσμος του εμπορεύματος θεμελιώνεται σε μια ταξική αντίθεση, το εμπόρευμα είναι ιεραρχικό. Το εμπόρευμα – άρα και το θέαμα που μορφώνει τον κόσμο του εμπορεύματος – είναι υποχρεωμένο να είναι ταυτόχρονα καθολικό και ιεραρχικό. Το αποτέλεσμα είναι μια καθολική ιεράρχηση. Επειδή όπως αυτή η ιεράρχηση πρέπει να παραμένει ανομολόγητη, μεταφράζεται σε ανομολόγητες (εξαιτίας του ανορθολογισμού τους) αξίες μέσα σ’ έναν κόσμο της εκλογίκευσης χωρίς λογική. Αυτή ακριβώς η ιεράρχηση δημιουργεί παντού ρατσισμούς: πρόσφατα η Αγγλία του Εργατικού κόμματος περιόρισε τη μετανάστευση των εγχρώμων, ενώ οι προηγμένες βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης ξαναγίνονται ρατσιστικές, εισάγοντας το υποπρολεταριάτο τους από τις μεσογειακές χώρες (κι έτσι εκμεταλλεύονται στο έδαφός τους εκείνους που άλλοτε εκμεταλλεύονταν στις αποικίες τους). Ούτε η Ρωσία έπαψε να ‘ναι αντισημιτική, εφόσον δεν έπαψε να ‘ναι μια ιεραρχική κοινωνία στην οποία η εργασία πρέπει να πουλιέται σαν εμπόρευμα. Με το εμπόρευμα η ιεραρχία αναπαράγεται πάντοτε με καινούργιες μορφές και εξαπλώνεται – είτε ανάμεσα στον ηγέτη του εργατικού κόμματος και τους εργαζόμενους, είτε μεταξύ των ιδιοκτητών δύο τεχνητά διακρινόμενων μοντέλων αυτοκινήτων. Να ποιο είναι το προπατορικό αμάρτημα του εμπορευματικού ανορθολογισμού, η αρρώστια της αστικής λογικής από την οποία πάσχει και η γραφειοκρατία. Αλλά από τη στιγμή που αρχίζει η αρνητική πρακτική, ο σκανδαλώσης παραλογισμός ορισμένων ιεραρχιών και το γεγονός ότι όλη η δύναμη του κόσμου του εμπορεύματος τείνει τυφλά και αυτόματα στην υπεράσπισή τους, μας οδηγεί να δούμε τον παραλογισμό κάθε ιεραρχίας.
Ο ορθολογικός κόσμος που γεννήθηκε από τη βιομηχανική επανάσταση έφερε την ορθολογική απελευθέρωση των ατόμων από τα τοπικά εθνικά τους σύνορα και τα ένωσε σε παγκόσμια κλίμακα. Ο παραλογισμός του βρίσκεται στ’ ότι τα ξαναχώρισε, ακολουθώντας μια κρυμμένη λογική που εκφράζεται με τρελές ιδέες και παράλογες αξίες. Το ξένο περικυκλώνει από παντού τον άνθρωπο, που έγινε ξένος προς τον κόσμο του. Ο βάρβαρος δεν βρίσκεται πια στην άκρη της Γηςαλλά εδώ, είναι ο άνθρωπος που έγινε βάρβαρος εξαιτίας της υποχρεωτικής συμμετοχής του στην ίδια ιεραρχημένη κατανάλωση. Ο ανθρωπισμός που καλύπτει όλη αυτή τη βαρβαρότητα είναι το αντίθετο του ανθρώπου, η άρνηση της δραστηριότητάς του και της επιθυμίας του. Είναι ο ανθρωπισμός του εμπορεύματος, η εύνοια που δείχνει το εμπόρευμα προς τον άνθρωπο από τον οποίο τρέφεται όπως το παράσιτο. Όσοι υποβιβάζουν τους ανθρώπους σε αντικείμενα πιστεύουν ότι τα’ αντικείμενα έχουν όλες τις ανθρώπινες ιδιότητες. Γι’ αυτούς οι πραγματικές ανθρώπινες εκδηλώσεις μετασχηματίζονται σε ζωώδη ασυνειδησία: «Βάλθηκαν να συμπεριφέρονται σαν μια ομάδα πιθήκων σε ζωολογικό κήπο» είπε ο Γουίλλιαμ Πάρκερ, αρχηγός του ανθρωπισμού του Λος Άντζελες.
Όταν οι Αρχές της Καλιφόρνια κήρυξαν «κατάσταση εξέγερσης» οι ασφαλιστικές εταιρίες υπενθύμισαν ότι δεν καλύπτουν αυτού του είδους τους κινδύνους, τους κινδύνους που βρίσκονται πέρα από την επιβίωση. Στο σύνολό τους οι αμερικάνοι Μαύροι δεν απειλούνται μέσα στην επιβίωσή τους – τουλάχιστον αν κάθονται ήσυχοι. Άλλωστε ο καπιταλισμός έγινε αρκετά συγκεντρωτικός και προστατεύεται αρκετά από το Κράτος ώστε να δίνει «βοήθεια» στους πιο φτωχούς. Αλλά και μόνο από το γεγονός ότι μέσα στην κοινωνικά οργανωμένη αύξηση της επιβίωσης βρίσκονται τελευταίοι, οι Μαύροι δεν έχουν ν’ ασφαλίσουν τίποτα δικό τους. Αυτό που τους μένει είναι να καταστρέψουν όλες τις μέχρι τώρα γνωστές μορφές ιδιωτικής ασφάλειας και ασφάλισης. Οι Μαύροι εμφανίζονται ως αυτό που πράγματι είναι: οι αδιάλλακτοι εχθροί όχι βέβαια της μεγάλης πλειοψηφίας των αμερικανών αλλά του αλλοτριωμένου τρόπου ζωής ολόκληρης της σύγχρονης κοινωνίας. Η πιο προηγμένη βιομηχανική χώρα μας δείχνει το δρόμο που θα διανυθεί παντού αν το σύστημα δεν ανατραπεί.
Μερικοί από τους εξτρεμιστές του μαύρου εθνικισμού για ν’ αποδείξουν ότι το ελάχιστο που μπορούν να δεχτούν είναι ένα ξέχωρο Κράτος, προβάλλουν το επιχείρημα ότι ακόμα κι αν η αμερικάνικη κοινωνία τους αναγνωρίσει κάποτε μια πλήρη πολιτική και οικονομική ισότητα, ποτέ δεν θα δεχτεί – στο επίπεδο του ατόμου – το γάμο ανάμεσα σε Λευκούς και Μαύρους. Άρα αυτή η αμερικάνικη κοινωνία πρέπει να εξαφανιστεί από την Αμερική κι από παντού. Το τέλος κάθε φυλετικής προκατάληψης, όπως και το τέλος τόσων άλλων προκαταλήψεων που επιβάλλουν απαγορεύσεις στη σεξουαλική ελευθερία, θα βρίσκεται προφανώς πέρα από τον ίδιο το «γάμο», πέρα από την αστική οικογένεια, που είναι πανίσχυρη μεταξύ των αμερικάνων Μαύρων και βασιλεύει τόσο στη Ρωσία όσο και στις Η.Π.Α. ως πρότυπο ιεραρχικής σχέσης και σταθερότητας μιας κληρονομημένης εξουσίας (χρήμα ή κοινωνικοκρατικό αξίωμα). Συχνά τώρα τελευταία λέγεται ότι η αμερικάνικη νεολαία – που έπειτα από τριάντα χρόνια σιωπής ξεπροβάλλει ως δύναμη αμφισβήτησης – βρήκε στην εξέγερση των Μαύρων τον ισπανικό της εμφύλιο. Αλλά αυτή τη φορά οι αμερικάνικες «ταξιαρχίες Λίνκολν» πρέπει να κατανοήσουν όλο το νόημα του αγώνα στον οποίο ρίχνονται και να υποστηρίξουν απόλυτα τον καθολικό χαρακτήρα του. Τα «έκτροπα» του Λος Άντζελες δεν είναι πολιτικό λάθος των Μαύρων όπως και η ένοπλη αντίσταση του P.O.U.M. το Μάιο του 1937 στη Βαρκελώνη δεν ήταν προδοσία του αντιφασιστικού πολέμου. Μια εξέγερση ενάντια στο θέαμα τοποθετείται στο επίπεδο της ολότητας επειδή – ακόμα κι αν εκδηλώνεται μόνο στην περιοχή του Γουάτς – είναι μια διαμαρτυρία του ανθρώπου ενάντια στην απάνθρωπο ζωή, επειδή αρχίζει στο επίπεδο του πραγματικού ατόμου και μόνο και επειδή η κοινότητα (από την οποία το εξεγερμένο άτομο είναι διαχωρισμένο) είναι η αληθινή κοινωνική φύση του ανθρώπου, η ανθρώπινη φύση, το θετικό ξεπέρασμα του θεάματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου