Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΕ ΜΕ - ΡΟΖΑ ΛΟΥΞΕΜΠΟΥΡΓΚ


ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΕ ΜΕ

(το παρακάτω κείμενο είναι η ‘απολογία’ της Ρόζας Λούξεμπουργκ, στο δικαστήριο στη Φραγκφούρτη στις 20 του Φλεβάρη του 1914. Η κατηγορία την οποία προσάπτει στη Ρ.Λ. ο εισαγγελέας, είναι ότι με τους λόγους τις, έχει σκοπό να προκαλέσει απειθαρχία στο στρατό. Το κείμενο το ‘δανειζόμαστε’ από το βιβλίο ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΕ ΜΕ, βιβλίο που περιέχει εκτός απ’ το ομόνυμο κείμενο, έναν ιστορικό πρόλογο, το κείμενο της Ρ.Λ. ‘ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ΄ και ένα βιογραφικό σημείωμα, και είναι απ’ τις εκδόσεις Κοροτζή.)

Από καθαρά νομική άποψη, οι συνήγοροί μου αποδείξανε επαρκώς, πόσο πολύ ανυπόστατες είναι οι κατηγορίες τις οποίες μου προσάπτουν και οι πράξεις για τις οποίες με κατηγορούν. Γι’ αυτό θα ήθελα να μην αναφερθώ, όπως αυτοί, στη νομική άποψη του ζητήματος, αλλά να φωτίσω μια άλλη άποψη απ’ το κατηγορητήριό μου. Τόσο στις παρεμβάσεις του κ. Εισαγγελέα όσο και σ’ αυτό καθαυτό το κατηγορητήριό μου, αυτό που έχει για μένα μεγάλη σημασία δεν είναι μόνο οι δηλώσεις που μου καταλογίζουν ότι έκανα, αλλά πολύ περισσότερο, η ερμηνεία την οποία έδωσαν σ’ αυτές, ο τρόπος με τον οποίο εξήγησαν αυτά που είπα καθώς και ο υπαινιγμός ότι είχα πρόθεση να αποκρύψω ορισμένα πράγματα. Πολλές φορές, και με μεγάλη επιμονή, ο κ. Εισαγγελέας υπογράμμισε ότι όταν σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις έβγαζα τους τόσο ενοχοποιητικούς γι’ αυτόν λόγους, είχα επίγνωση των όσων έλεγα και των όσων ήθελα. Για να γίνει λοιπόν κατανοητή αυτή η ψυχολογική άποψη των λόγων μου και να αποσαφηνιστεί αν ό,τι έκανα το έκανα έχοντας συνείδηση του τι κάνω, πρέπει να πω ορισμένα πράγματα, γιατί αναμφισβήτητα δεν υπάρχει κανένας πιο αρμόδιος από μένα, κανένας που να ‘ναι περισσότερο σε θέση από μένα, να σας δώσει γι’ αυτό εξαντλητικές επεξηγήσεις.
Πριν αρχίσει η δίκη, θα ‘θελα να κάνω μια δήλωση. Κύριε εισαγγελέα και κύριοι δικαστές, είμαι ολότελα στη διάθεσή σας προκειμένου να δώσω επαρκείς εξηγήσεις για κάθε τι που θέλετε. Και για να μπαίνουμε γρηγορότερα στην ουσία του πράγματος, δηλώνω ότι αυτό που ο εισαγγελέας, βασιζόμενος στις καταθέσεις των σπουδαιοτέρων μαρτύρων κατηγορίας περιέγραψε σαν τον τρόπο σκέψης μου, σαν τις προθέσεις μου και τα αισθήματά μου, δεν είναι τίποτα άλλο, από μια χοντροειδέστατη και άχαρη καρικατούρα, τόσο των λόγων μου όσο και των μεθόδων της σοσιαλδημοκρατικής προπαγάνδας που χρησιμοποιώ γενικά.
Ακούγοντας προσεκτικά τις δηλώσεις του εισαγγελέα, δεν μπόρεσα να κρατηθώ και να μη γελάσω από μέσα μου. Έλεγα: να ένα ακόμα κλασσικό παράδειγμα που δείχνει ότι δεν αρκεί να έχει κάποιος μια τυπική κουλτούρα για να μπορέσει να κατανοήσει με επιστημονικό τρόπο και σ’ όλο τους το ιστορικό βάθος τις απόψεις των σοσιαλδημοκρατών. Δεν αρκεί να έχει κάποιος μια τυπική μόρφωση για να κατανοήσει τις ιδέες μας σ’ όλη τους την πολυπλοκότητα, γιατί όσο έξυπνος και να ‘ναι, εμποδίζεται από το γεγονός ότι ανήκει σε μια ορισμένη κοινωνική τάξη.
Μάλιστα, κ. Δικαστές. Αν ρωτούσατε κάποιον από αυτούς που πήραν μέρος σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις, ακόμα και τον πιο φτωχό εργάτη, θα σας είχε δώσει τώρα μια ολότελα διαφορετική εικόνα, μια ολότελα διαφορετική εξήγηση των όσων είπα.
Μάλιστα, κύριοι δικαστές. Ακόμα και οι πιο απλού άνθρωποι και οι πιο απλές γυναικούλες που προέρχονται απ’ τον εργαζόμενο λαό, θα ήταν αναμφίβολα σε θέση να καταλάβουν τις ιδέες μας πολύ καλά, ενώ αντίθετα, οι ιδέες αυτές στον εγκέφαλο ενός Πρώσσου εισαγγελέα πέφτουν και σκορπάνε σαν σε παραμορφωμένο καθρέφτη. Θα ‘θελα τώρα να αποδείξω αυτά που μόλις είπα, εξετάζοντας μερικά σημεία με πιο συγκεκριμένο τρόπο.
Ο κύριος εισαγγελέας είπε για πολλοστή φορά, ότι πριν ακόμα πω τα λόγια για τα οποία με κατηγορούν, θεωρώντας τα εγκληματικά, και που αποτελούσαν το απόγειο του λόγου μου, προσπάθησα να εξάψω το «μίσος» των ακροατών μου. Με την ευκαιρία αυτή σας δηλώνω: Κύριε εισαγγελέα, τόσο εμείς όσο και οι σοσιαλδημοκράτες όλου του κόσμου δεν διεγείρουμε ποτέ τα μίση. Γιατί, τι σημαίνει πραγματικά «εξάπτω τα μίση»; Μήπως; Για παράδειγμα σημαίνει ότι προσπάθησα να εμφυσήσω στο πνεύμα των ακροατών μου το παρακάτω σύνθημα: «αν ποτέ εσείς οι Γερμανοί βρίσκεστε σε πόλεμο με άλλες χώρες, π.χ. με την Κίνα, να συμπεριφέρεστε με τέτοιο τρόπο στους Κινέζους που για έναν ολάκερο αιώνα ένας Κινέζος να μην τολμά ούτε με την άκρη του ματιού του να κοιτάξει έναν Γερμανό»1.
Έτσι μάλιστα! Αν είχα μιλήσει έτσι, τότε πραγματικά θα είχα διεγείρει το μίσος των ακροατών μου. Ή μήπως προσπάθησα να εμφυσήσω στις μάζες που ‘ρχονταν να ακούσουν τους λόγους μου, την εθνική έπαρση, το σωβινισμό, την περιφρόνηση και το μίσος για τις άλλες ράτσες και τους άλλους λαούς; Αν έκανα κάτι τέτοιο, τότε πραγματικά θα ‘χα διεγείρει τα μίση. Δεν είχα όμως τέτοιες προθέσεις και κανένας συνειδητός σοσιαλδημοκράτης δεν έχει παρόμοιες προθέσεις.
Αυτό που έκανα στη συγκέντρωση που έγινε στην Φραγκφούρτη κι αυτό που κάνουμε όλοι οι σοσιαλδημοκράτες είτε με τα λόγια μας είτε με τα γραπτά μας, είναι να διαφωτίζουμε τις μάζες του εργαζόμενου λαού, να τις κάνουμε να συνειδητοποιούνε τα ταξικά τους συμφέροντα και τα ιστορικά τους καθήκοντα, να τους δείχνουμε, σε γενικές γραμμές, την ιστορική εξέλιξη, το προς τα που τείνουν οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις που πραγματοποιούνται στα πλαίσια της σημερινής κοινωνίας.
Αυτά τα ιστορικά προτσές δείχνουν με σιδερένια αναγκαιότητα, ότι όταν το σημερινό κοινωνικό σύστημα φτάσει ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης, θα δώσει αναπόφευκτα τη θέση του, θα αντικατασταθεί, είτε το θέλει είτε όχι, από το κοινωνικό σύστημα του σοσιαλισμού, που είναι ανώτερο απ’ αυτό. Να ποια είναι η προπαγάνδα που κάνουμε, να πως με το φώτισμα των ιστορικών προοπτικών πάνω στις οποίες βασιζόμαστε, εξυψώνουμε τη συνείδηση και το ηθικό των μαζών. Είναι ακριβώς στα πλαίσια αυτής της αντίληψης, που κάνουμε την προπαγάνδα μας ενάντια στον πόλεμο και στο μιλιταρισμό – γιατί όλες οι απόψεις των σοσιαλδημοκρατών εναρμονίζονται με την πραγματικότητα του κόσμου όπου ζούμε κι έχουν μεταξύ τους μια συνοχή, γιατί είναι επιστημονικά θεμελιωμένες. Κι αν ο κύριος εισαγγελέας όσο κι ο αξιολύπητος μάρτυρας κατηγορίας, σ’ όλα αυτά βλέπουν μόνο μια απλή διέγερση του μίσους, τους πληροφορούμε ότι η απλότητα και η χονδρότητα της κρίσης τους πηγάζουν από την ανικανότητά τους να σκεφθούν με τον τρόπο που σκέφτονται οι σοσιαλδημοκράτες.
Εξάλλου, πολλές φορές, ο κύριος εισαγγελέας υπαινίχτηκε ότι παρακινούσα τους στρατιώτες να «δολοφονήσουν τους ανωτέρους τους». Αυτές οι καμουφλαρισμένες προτροπές για να σκοτώσουν τους ανωτέρους τους, αλλά που γι’ αυτόν ήταν ολότελα ευκολονόητες – φανερώνανε κατά την γνώμη του, τη μοχθηρία και τη βλαβερότητα των προθέσεών μου.
Ας είναι όμως, σας ζητώ να επανεξετάσετε έστω και για μια στιγμή, τις κατηγορίες που μου προσάψατε. Σκεφτείτε λιγάκι: θα υποχρεωθείτε τότε να συμφωνήσετε ότι ο εισαγγελέας, προσπαθώντας να πετύχει τον αξιέπαινο σκοπό του, που ‘ταν να με περιγράψει με τα πιο σκοτεινά χρώματα, έκανε σ’ αυτή την περίπτωση μια γκάφα.
Πότε προέτρεψα σε δολοφονίες, κι ενάντια σε ποιούς «ανωτέρους»; Το κατηγορητήριο που μου απαγγέλθηκε υποστήριξε ότι επαίνεσα το σύστημα της πολιτοφυλακής και σύστησα την εφαρμογή του στη Γερμανία. Υπόδειξα ότι το σπουδαιότερο σ’ αυτό το σύστημα είναι το δικαίωμα που έχουν οι άνθρωποι να παίρνουν μαζί τους στο σπίτι τους τα ατομικά τους όπλα, όπως ακριβώς συμβαίνει στην Ελβετία, και τότε – σημειώστε το καλά αυτό – εκείνη τη στιγμή πρόσθεσα πως θα μπορούσαν τα όπλα να ρίξουν προς μια κατεύθυνση αντίθετη απ’ αυτή που ενδεχομένως να θέλανε οι αρχηγοί της πολιτοφυλακής. Είναι λοιπόν φανερό ότι αυτό για το οποίο με κατηγορεί ο εισαγγελέας, δεν είναι ότι προέτρεψα τους στρατιώτες να δολοφονήσουν τους ανώτερους του σημερινού γερμανικού στρατού, αλλά με κατηγορεί ότι προέτρεψα τη δολοφονία των μελλοντικών αρχηγών της πολιτοφυλακής της Γερμανίας!...
Η αλήθεια όμως είναι ότι επειδή παλεύουμε μ’ όλες μας τις δυνάμεις για την εφαρμογή του συστήματος της πολιτοφυλακής, ειναι αυτή ακριβώς η προπαγάνδα που ο εισαγγελέας θεωρεί έγκλημα και αισθάνεται τον εαυτό του υποχρεωμένο να προστατεύσει τη ζωή των αξιωματικών, που τους απείλησα τη ζωή, της τάχα προσβεβλημένης πολιτοφυλακής. Λίγο ακόμα και ο κύριος εισαγγελέας πάνω στον ενθουσιασμό του αγώνα του θα με κατηγορούσε οτι προέτρεπα τους ακροατές μου να αποπειραθούν να δολοφονήσουν τον... μελλοντικό πρόεδρο της Γερμανικής δημοκρατίας!...
Τι όμως είπα πραγματικά και θεώρησαν ότι αυτό αποτελεί παρότρυνση για τη δολοφονία των ανωτέρων; Κάτι ολότελα διαφορετικό.
Στους λόγους που έβγαζα, έδειχνα ότι συνήθως οι υπερασπιστές του σημερινού μιλιταρισμού δικαιολογούν τη θέση τους επικαλούμενοι την εθνική άμυνα. Όλες αυτές όμως οι επικλήσεις δεν αποτελούν παρά ψευτιές, γιατί αν η φροντίδα τους για το συμφέρον του έθνους ήταν τίμια και ειλικρινής, τότε, όπως ανάφερα και πριν, οι κυρίαρχες τάξεις δεν θα ‘χαν παρά να εφαρμόσουν στην πράξη την ήδη παλιά διεκδίκηση του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος, δηλαδή την εφαρμογή του συστήματος της πολιτοφυλακής. Γιατί, όπως και πριν έλεγα, το σύστημα αυτό είναι το μόνο που μπορεί πραγματικά να εγγυηθεί την υπεράσπιση της πατρίδας. Γιατί πραγματικά, μόνο ένας λαός ελεύθερος, που εκστρατεύει ενάντια στον εχθρό με τη δική του ελεύθερη και αβίαστη απόφαση αποτελεί μια επαρκή εγγύηση για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της χώρας του. Μόνο τότε θα μπορούσαμε να τραγουδήσουμε: «αγαπημένη πατρίδα τώρα μπορείς να κοιμηθείς ήσυχη»2.
Στο λόγο που έβλαγα στη συγκέντρωση έθεσα το ερώτημα: γιατί οι επίσημοι «υπερασπιστές της πατρίδας» δεν θέλουν ούτε καν να ακούσουν να γίνεται λόγος για το σύστημα άμυνας της πολιτοφυλακής, που είναι στην πραγματικότητα το μόνο αποτελεσματικό. Απλούστατα. Αυτό συμβαίνει γιατί εκείνο για το οποίο πραγματικά ενδιαφέραται η στρατιωτική ηγεσία δεν είναι η υπεράσπιση της πατρίδας, αλλά οι ιμπεριαλιστικοί και κατακτητικοί πόλεμοι για τους οποίους, είναι αλήθεια, η πολιτοφυλακή είναι άχρηστη. Κι έπειτα, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι φοβούνται να δώσουν όπλα στα χέρια του εργαζόμενου λαού, γιατί οι εκμεταλλευτές έχουν λερωμένη τη συνείδησή τους και τρέμουν μήπως μια μέρα τα όπλα αυτά τα μεταχειριστούν οι εργαζόμενοι για να ρίξουν προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτή που θα ήθελαν αυτοί που κατέχουν τα πόστα.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι σύμφωνα με την κατάθεση του πρώτου μάρτυρα κατηγορίας, ο εισαγγελέας με κατηγορεί για ό,τι είπα σχετικά με το φόβο που κατέχει τις κυρίαρχες τάξεις, για τον οποίο μίλησα λίγο πριν. Να λοιπόν που για μια ακόμα φορά αποδεικνύεται ότι η τέλεια ανικανότητα του εισαγγελέα να κατανοήσει τη σοσιαλδημοκρατική επιχειρηματολογία του θολώνει το μυαλό.
Παρόμοια σφαλερός είναι και ο ισχυρισμός που περιέχεται στην κατηγορία που μου προσάπτουν, σύμφωνα με την οποία προέτρεψα τους ακροατές μου να ακολουθήσουνε το ολλανδικό παράδειγμα.
Σ’ αυτή τη χώρα, οι στρατιώτες του αποικιακού στρατού έχουν το δικαίωμα να χειροδικήσουν ενάντια σ’ έναν ανώτερο που τους κακομεταχειρίζεται. Πραγματικά, εξαιτίας του μιλιταρισμού και των κακομεταχειρίσεων που υφίστανται οι φαντάροι, υπενθύμισα εκείνη τη στιγμή που μιλούσα στην αξέχαστη μορφή του Μπέμπελ, του ηγέτη μας, και με την ευκαιρία αυτή είπα ότι ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια της ζωής του ήταν ο αγώνας που έκανε στη βουλή ενάντια στις κακομεταχειρίσεις και τις τιμωρίες των στρατιωτών.
Για να φωτίσω ακόμα περισσότερο αυτό το ζήτημα, ανάφερα πολλά αποσπάσματα από διάφορους λόγους του Μπέμπελ, παρμένα από τα πρακτικά των συζητήσεων που έγιναν στη βουλή. Απ’ ότι ξέρω, δεν υπάρχει κανένας νόμος που ν’ απαγορεύει την παράθεση τέτοιων αποσπασμάτων. Πιο συγκεκριμένα, ανέφερα τις δηλώσεις που έκανε ο Μπέμπελ το 1893, πάνω σ’ ένα θεσμό που βρίσκεται ακόμα σε ισχύ στον ολλανδικό αποικιακό στρατό. Βλέπετε λοιπόν, κύριοι, πως ο υπεβολικός ζήλος οδήγησε κι εδώ ακόμα τον εισαγγελέα να διαπράξει μια χοντρή γκάφα: όπως κι αν έχει το πράγμα, δεν είναι εναντίον μου, αλλά εναντίον κάποιου άλλου που θα ‘πρεπε ν’ απαγγείλει ο εισαγγελέας το κατηγορητήριό του.
Ας έρθουμε όμως τώρα στο πιο βασικό σημείο της κατηγορίας που μου προσάπτουν. Να η βασική κατηγορία που μου προσάπτει ο εισαγγελέας: Με τις εγκληματικές – κατα τη γνώμη του – δηλώσεις που έκανα, παρακινούσα τους φαντάρους, σε περίπτωση πολέμου, να μην πολεμήσουν τον εχθρό. Φτάνει σ’ αυτό το συμπέρασμα κάνοντας μια αναγωγή που του φαίνεται να έχει μια ακαταμάχητη λογική.
Να ο συλλογισμός του: δεδομένου ότι έκανα αντιπολεμική προπαγάνδα, δεδομένου ότι ήθελα να εμποδίσω τον πόλεμο, δε θα μπορούσα προφανώς να διαλέξω κανένα άλλο δρόμο, δε θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω κανένα άλλο πιο αποτελεσματικό μέσο από το να κάνω αυτή την άμεση προτροπή στους φαντάρους: Αν σας δώσουν διαταγή να ρίξετε, μη ρίχνετε. Δεν είναι αυτό, κύριοι δικαστές, το ωραίο συμπέρασμα μιας πειστικής λακωνικότητας και μιας ακαταμάχητης λογικής;
Επιτρέψτε μου όμως να σας δηλώσω ότι: αυτή η λογική κι αυτό το συμπέρασμα πηγάζουν από τις απόψεις του εισαγγελέα και όχι τις δικές μας, όχι από τις απόψεις της σοσιαλδημοκρατίας. Εδώ εφιστώ ιδιαίτερα την προσοχή σας. Επαναλαμβάνω: Το συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο, το μόνο αποτελεσματικό μέσο για να εμποδιστεί ο πόλεμος θα ‘ταν ν’ απευθυνθούμε άμεσα στους στρατιώτες και να τους προτρέψουμε να μη ρίξουν ενάντια στον εχθρό, αυτό το συμπέρασμα δεν είναι παρά η άλλη όψη του νομίσματος, της άποψης σύμφωνα με την οποία όταν ο φαντάρος υπακούει στις εντολές των ανωτέρων του αυτό γίνεται για το καλό του έθνους. Και για να μιλήσουμε ανοιχτά, η βάση του Κράτους και του μιλιταρισμού είναι η παθητική υπακοή του στρατιώτη3. Αυτή την αντίληψη έχει πάνω σ’ αυτό το ζήτημα ο κ. Εισαγγελέας, άποψη η οποία συμπληρώνεται αρμονικά απ’ την άποψη του υπουργού εθνικής άμυνας, όπως αυτή απορρέει από το επίσημο διάταγμα που πρόσφατα κοινοποίησε. Όταν στις 6 του Νοέμβρη του περασμένου χρόνου ο αυτοκράτορας υποδέχθηκε στο Πότσδαμ τον βασιλιά των Ελλήνων, είπε ότι η επιτυχία των ελληνικών στρατευμάτων δείχνει «ότι οι αρχές που υιοθετήθηκαν από τον ανώτατο στρατιωτικό αρχηγό και τα στρατεύματά μας είναι οι εγγυητές της νίκης, αν εφαρμοστούν σωστά». Η τυφλή υπακοή των φαντάρων, να ποιά είναι η βάση της στρατιωτικής στρατηγικής και η εγγύηση της νίκης.
Ε, λοιπόν, εμείς κι όλοι οι σοσιαλδημοκράτες δεν συμμεριζόμαστε αυτόν τον τρόπο με τον οποίο βλέπετε τα πράγματα. Αντίθετα με σας, εμείς οι σοσιαλδημοκράτες νομίζουμε ότι δεν είναι μόνο ο στρατός, οι «διαταγές» αυτών που βρίσκονται από πάνω και η τυφλή «υπακοή» όσων βρίσκονται από κάτω που πρέπει ν’ αποφασίζουν για τη γένεση και την έκβαση των πολέμων, αλλά ότι είναι η μεγάλη μάζα του εργαζόμενου πληθυσμού που πρέπει να αποφασίζει γι’ αυτό.
Είμαστε της γνώμης ότι ο πόλεμος δεν πρέπει να γίνεται παρά μόνο όταν και όσο καιρό οι εργαζόμενες μάζες θεωρούν τον πόλεμο δίκαιο και αναγκαίο, και τότε τον δέχονται με ενθουσιασμό. Αν αντίθετα η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων διαμορφώσει τη γνώμη – κι εμείς την βοηθάμε να διαμορφώσει αυτή τη γνώμη, ν’ αναπτύξει την ταξική της συνείδηση, κι αυτός είναι ο στόχος μας – αν έλεγα στους λόγους που έβγαζα στις συγκεντώσεις η πλειοψηφία του λαού συνειδητοποιήσει ότι ο πόλεμος είναι ένα γεγονός βάρβαρο, βαθιά ανήθικο, αντιδραστικό και αντίθετο με τα συμφέροντα του λαού, τότε ο πόλεμος θα ‘ταν αδύνατος – αν και φυσικά για ένα μικρό διάστημα ο φαντάρος θα συνέχιζε να υπακούσει στις διαταγές των ανωτέρων του. Σύμφωνα με τη δική μας άποψη, τον πόλεμο τον διεξάγει όλος ο λαός. Σ’ αυτόν ανήκει να αποφασίζει για τον πόλεμο ή για την ειρήνη.
Το ζήτημα της ανάπτυξης ή της συντριβής του σημερινού μιλιταρισμού είναι ένα ζήτημα για το οποίο πρέπει να αποφανθρεί η μάζα των εργαζομένων ανδρών, νέων, γέρων, γυναικών, κι όχι μια μικρή μειοψηφία που κρύβεται – όπως λέει ο λαός – πίσω από τις βασιλικές κουρτίνες.
Κράτησα με συνέπεια το συλλογισμό μου αυτόν κι έχω στα χέρια μου μια κλασσική μαρτυρία που αποδεικνύει ότι αυτή ακριβώς η άποψη, η άποψη των σοσιαλδημοκρατών, είναι σωστή. Ο εισαγγελέας με ρώτησε τι εννοούσα όταν έλεγα «δεν θα το κάνουμε».
Ολότελα τυχαία είμαι σε θέση να απαντήσω στην ερώτηση που μου απευθύνει ο εισαγγελέας της Φραγκφούρτης, αναφέροντάς του μερικά αποσπάσματα από το λόγο που έβγαλα στη Φραγκφούρτη.
Στις 17 του Απρίλη 1910, μίλησα στο τρίρκο Σούμαν, μπροστά σ’ ένα ακροατήριο 6.000 ανθρώπων, για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η ψηφοφορία στην Πρωσσία – θα θυμάστε ασφαλώς ότι εκείνη την εποχή η καμπάνια μας βρισκότανε στο απόγειό της. Στα στενογραφημένα πραχτικά αυτό του λόγου, στη σελίδα 10, βρίσκω το παρακάτω απόσπασμα:

«Κυρίες και κύριοι, στον αγώνα που διεξάγουμε σήμερα για τη μεταρρύθμιση του εκλογικού μας συστήματος στην Πρωσσία, όπου και για όλα τ’ άλλα σημαντικά πολιτικά ζητήματα της Γερμανίας, λέω ότι δεν πρέπει να υπολογίζουμε παρά μόνο σε μας τους ίδιους. Αλλά ποιοί είμαστε εμείς; Είμαστε τα εκατομμύρια των προλετάριων ανδρών και γυναικών της Γερμανίας και της Πρωσσίας. Είμαστε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ξερό νούμερο. Είμαστε τα εκατομμύρια αυτών που με την εργασία των χεριών τους τρέφουνε την κοινωνία. Και αρκεί αυτή η πολύ απλή πραγματικότητα να συνειδητοποιηθεί από τις πλατειές μάζες του γερμανικού προλεταριάτου, για να σημάνει κάποτε η ώρα, όπου στην Πρωσσία θ’ αποδειχθεί στην σημερινή αντίδραση ότι ο κόσμος μπορεί πολύ ωραία να ζήσει, χωρίς αυτά τα αρπαχτικά όρνια, χωρίς τους άρχοντες και τους κόντηδες του ZEUTRUM, χωρίς μυστικοσύμβουλους και τουλάχιστον χωρίς εισαγγελείς, αλλά που δεν θα μπορούσε η κοινωνία να ζήσει ούτε για 24 ώρες αν οι εργάτες σταυρώνανε τα χέρια τους».

Όπως βλέπετε, σ’ αυτό το απόσπασμα παραθέτω καθαρά και ξάστερα που βρίσκεται, κατα τη γνώμη μας, το κέντρο βαρύτητας της πολιτικής ζωής και των πεπρωμένων του Κράτους: στη συνείδηση, στην ελεύθερη μέληση και απόφαση της μεγάλης μάζας των εργαζομένων. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζουμε και το ζήτημα του μιλιταρισμού. Τα μέτρα που η εργατική τάξη θα καταλάβει και θα αποφασίσει να μην ανεχθεί άλλους πολέμους, ο πόλεμος θα γίνει αδύνατος.
Εκτός όμως απ’ όλ’ αυτά τα επιχειρήματα που δείχνουν ποιά είναι η άποψή μας πάνω στο ζήτημα του πολέμου, υπάρχουν πάρα πολλά ντοκουμέντα που είναι σχετικά με την προπαγάνδα μας πάνω στα στρατιωτικά ζητήματα. Εξάλλου, κανείς δεν μπορεί να μ’ εμποδίσει να εκφράσω την έκπληξή μου. Γιατί ο εισαγγελέας το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να κάνει είναι να διαστρεβλώνει τα λόγια μου, για να βγάλει απ’ αυτά, με αυθαίρετες υποθέσεις, ερμηνείες, αφαιρέσεις, τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύω να παλέψω ενάντια στον πόλεμο. Αν ήθελε ο εισαγγελέας να δει με τι τρόπο παλεύω ενάντια στον πόλεμο, θα μπορούσε να βρει άφθονες αποδείξεις. Γιατί, την αντιμιλιταριστική μας προπαγάνδα δεν την διεξάγουμε στο σκοτάδι, κρυφά, όχι κύριε εισαγγελέα, την προπαγάνδα μας την διεξάγουμε στο ξάστερο φως των δημοσίων και ανοιχτών συγκεντώσεων. Εδώ και δεκάδες χρόνια ο αγώνας ενάντια στο μιλιταρισμό αποτελεί ένα από τα βασικά σημεία της προπαγάνδας μας. Ήδη από την εποχή της 1ης Διεθνούς, αποτέλεσε το αντικείμενο συζητήσεων και αποφάσεων σ’ όλα ή σχεδόν όλα τα παγκόσμια συνέδρια, όπως και στα συνέδρια του Γερμανικού Κόμματος.
Ο εισαγγελέας, αν ήθελε να δει πως αγωνιζόμαστε ενάντια στο μιλιταρισμό, δεν είχε παρά ν’ απλώσει το χέρι του και ν’ αντλήσει από τη δραστηριότητα μιας ολόκληρης γενιάς πολλά ενδιαφέροντα ντοκουμέντα. Δυστυχώς, δεν μπορώ να παραθέσω εδώ το σύνολο της σχετικής βιβλιογραφίας. Επιτρέψτε μου τουλάχιστον να παραθέσω τα σπουδαιότερα ντοκουμέντα.
Ήδη, απ’ το 1868, το συνέδριο της Διεθνούς που έγινε στις Βρυξέλλες, προτείνει το πάρσιμο ορισμένων πραχτικών μέτρων για να εμποδιστεί ο πόλεμος. Πιο συγκεκριμένα, διαβάζουμε στις αποφάσεις του Συνεδρίου:

«Πιστεύουμε ότι οι λαοί μπορούν από τώρα κιόλας να περιορίσουν τον αριθμό των πολέμων, αντιτιθέμενοι σ’ αυτούς που τον κάνουν ή σ’ αυτούς που τον κηρύσσουν. Νομίζουμε ότι το δικαίωμα για την έγκριση ή αποδοκιμασία του πολέμου ανήκει πριν απ’ όλους, στην εργατική τάξη η οποία περισσότερο απ’ όλους σηκώνει το βάρος της στρατιωτικής θητείας και του πολέμου. Στον αγώνα ενάντια στο μιλιταρισμό διαθέτουμε ένα μέσο πρακτικό, θεμιτό και άμεσα εφαρμόσιμο. Το μέσο που διαθέτει η εργατική τάξη οφείλεται στο γεγονός ότι ολόκληρο το σώμα της κοινωνίας δεν θα μπορούσε να ζήσει, αν η παραγωγή σταματούσε για ένα ορισμένο διάστημα. Αρκεί στους εργάτες να σταματήσουν να παράγουν για να κάνουν αδύνατες τις δεσποτικές και αυθαίρετες επιχειρήσεις της κυβέρνησης. Το συνέδριο της Διεθνούς ένωσης των εργαζομένων που έγινε στις Βρυξέλλες, δηλώνει ότι πρέπει να παλέψουμε μ’ όσο πιο μεγάλη μαχητικότητα μπορούμε ενάντια στον πόλεμο. Καλεί όλα τα τμήματα της Διεθνούς, το καθένα στη χώρα του, όπως κι όλες τις εργατικές οργανώσεις και ομάδες, όποιες κι αν είναι, ν’ αγωνιστούν όσο πιο μαχητικά μπορούν, για να εμποδίσουν τον πόλεμο που διεξάγεται από ένα λαό ενάντια σ’ έναν άλλο. Ένας τέτοιος πόλεμος σήμερα δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένας εμφύλιος πόλεμος, γιατί ένας πόλεμος όπου οι εργάτες και πολίτες μιας χώρας πολεμούν τους εργάτες και πολίτες μιας άλλης χώρας, δεν μπορεί να ‘ναι παρά ένας πόλεμος ανάμεσα σ’ αδέρφια και ποίτες. Το Συνέδριο καλεί επίσης τους εργαζόμενος να σταματήσουν κάθε εργασία στην περίπτωση που ένας τέτοιος πόλεμος θα ξέσπαγε στη χώρα τους»4.

Αφήνω τώρα τις πολυάριθμες αποφάσεις της 1ης Διεθνούς. Το Συνέδριο της Ζυρίχης του 1893 δηλώνει:

«Η θέση που πρέπει να κρατήσουν οι εργάτες απέναντι στον πόλεμο, καθορίζεται με σαφήνεια από την απόφαση του Συνεδρίου των Βρυξελλών πάνω στο μιλιταρισμό. Η επαναστατική σοσιαλδημοκρατία όλων των χωρών πρέπει να αντιταχθεί κινητοποιώντας όλα τα μέσα που διαθέτει για να εμποδίσει τις σωβινιστικές ορέξεις των κυρίαρχων τάξεων. Η επαναστατική σοσιαλδημοκρατία πρέπει να συσφίγγει όλο και περισσότερο τους δεσμούς αλληλεγγύης που ενώνουν τους προλετάριους όλων των χωρών και να εργάζεται ασταμάτητα για την εξάλειψη του καπιταλιστικού συστήματος που χωρίζει τον κόσμο σε δύο εχθρικά στρατόπεδα και σπρώχνει τους λαούς να πολεμάνε ο ένας ενάντια στον άλλο. Ο μόνος τρόπος για να σταματήσουν οι πόλεμοι είναι η κατάργηση της ταξικής κοινωνίας. Η ανατροπή του καπιταλισμού, να τι κατοχυρώνει πραγματικά την παγκόσμια ειρήνη».

Το Συνέδριο που έγινε στο Λονδίνο το 1896 δηλώνει:

«Μόνο η εργατική τάξη μπορεί να έχει τη σταθερή θέληση και τη δύναμη να πραγματοποιήσει την ειρήνη σ’ όλο τον κόσμο:

1ον. Με την ταυτόχρονη κατάργηση των μονίμων στρατών και την οργάνωση του οπλισμένου λαού.

2ον. Με τη συγκρότηση λαϊκών δικαστηρίων που θα είναι επιφορτισμένα να διακανονίζουν τις διαφορές ανάμεσα στα έθνη.

3ον. Στην περίπτωση που οι κυβερνήσεις δεν θα δεχόντουσαν την απόφαση των λαϊκών δικαστηρίων, το δικαίωμα της οριστικής απόφασης για τον πόλεμο ή για την ειρήνη ανήκει άμεσα στο λαό»

(Απόφαση της Επιτροπής VIII)

Το Συνέδριο που έγινε στο Παρίσι το 1900 συνιστά την εφαρμογή των παρακάτω μέσων πάλης ενάντια στο μιλιταρισμό:

«Τα σοσιαλιστικά κόμματα όλων των χωρών πρέπει να διαπαιδαγωγούν και να οργανώνουν τη νεολαία στον αγώνα ενάντια στο μιλιταρισμό. Αυτό είναι ένα καθήκον που πρέπει να εκπληρώνεται με όσο πιο μεγάλη ενεργητικότητα γίνεται και μ’ όλες τους τις δυνάμεις».

Επιτρέψτε μου ακόμα να σας αναφέρω ένα πολύ σπουδαίο απόσπασμα από την απόφαση που πάρθηκε στο Συνέδριο που έγινε το 1907 στη Στουγκάρδη, όπου απαριθμήθηκαν κατα τρόπο πολύ συστηματικό μια σειρά από πραχτικά μέσα που διαθέτει η σοσιαλδημοκρατία στην πάλη της ενάντια στον πόλεμο. Διαβάζουμε εκεί:

«Πραγματικά, μετά το διεθνές συνέδριο των Βρυξελλών, το προλεταριάτο συνέχισε τον ασταμάτητο αγώνα του ενάντια στο μιλιταρισμό. Αρνήθηκε να δεχτεί τις στρατιωτικές και ναυτικές δαπάνες, αγωνίστηκε για τον εκδημοκρατισμό του στρατού και μεταχειρίστηκε μ’ ολοένα και πιο μεγάλη αποτελεσματικότητατα τα πιο ποικίλα μέσα προκειμένου να εμποδίσει ενδεχόμενους πολέμους ή να θέσει τέρμα σ’ αυτούς ή ακόμα να τους εκμεταλλευτεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε με τις ανακατατάξεις και τις ζυμώσεις που ο πόλεμος δημιουργεί στα κοινωνικά στρώματα, να εξυπηρετήσουν την απελευθέρωση της εργατικής τάξης.
Έτσι έγινε, για παράδειγμα, με τη συμφωνία ανάμεσα στα αγγλικά τρέντ-γιούνιονς και στα γαλλικά εργατικά συνδικάτα στη διάρκεια της κρίσης του Φακόντα, για να εξασφαλιστεί η ειρήνη και να ξαναϋπάρξουν καλές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Έτσι έγινε όταν ξέσπασε η κρίση του Μαρόκου, όπου για να αποτραπεί ο πόλεμος κινητοποιήθηκαν αποφασιστικά τα δύο σοσιαλιστικά κόμματα της Γαλλίας και της Γερμανίας και οργανώθηκαν μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις. Το ίδιο έγινε με τη συντονισμένη δράση των Αυστριακών και ιταλών σοσιαλιστών που συναντήθηκαν στην Τεργέστη για να αποτρέψουν από κοινού τον πόλεμο ανάμεσα στην Ιταλία και την Αυστρία.
Μπορούμε παρόμοια να αναφέρουμε τη δυνατή κινητοποίηση της εργατικής τάξης στη Σουηδία, που είχε για σκοπό την αποτροπή της επίθεσης ενάντια στην Νορβηγία. Τέλος, πρέπει να θυμίσουμε τις μαζικές μάχες και θυσίες των σοσιαλιστών εργατών και χωρικών της Ρωσίας και της Πολωνίας, που έγιναν για να εμποδίσουν τον πόλεμο που κήρυξε ο τσαρισμός, για να δώσουν ένα τέλος και για να κάνουν ν’ αναβλύσει από την κρίση η απελευθέρωση του ρωσικού προλεταριάτου και των λαών της Ρωσσίας. Βλέπουμε λοιπόν ότι όλες αυτές οι προσπάθειες καταμαρτυρούν την αυξανόμενο επιρροή της εργατικής τάξης και τη διαρκή της φροντίδα να διατηρηθεί η ειρήνη με αποφασιστικές παρεμβάσεις»5.

Μετά απ’ όλα αυτά, θα ‘θελα, κύριε εισαγγελέα, να σας κάνω μια ερώτηση: Σ’ όλες αυτές τις αποφάσεις που παράθεσα, βρίσκετε την παραμικρή προτροπή, να παρεμβαίνουμε μπροστά στους φαντάρους και να τους λέμε: μη ρίχνετε! Και γιατί δεν βρίσκετε; Μήπως γιατί φοβόμαστε τις συνέπειες μιας παρόμοιας προπαγάνδας ή μήπως γιατί φοβόμαστε κάποια παράγραφο του ποινικού κώδικα;
Αν ήταν έτσι, αν ο φόβος γι’ αυτές τις συνέπειες μας συγκρατούσε και μας εμπόδιζε να κάνουμε αυτό που θα θεωρούσαμε αναγκαίο και σωτήριο, τότε θα είμαστε αξιολύπητοι κακομοίρηδες.
Όχι, κύριοι, γελιέστε αν νομίζετε ότι γι’ αυτό δεν το κάνουμε. Αν δεν το κάνουμε είναι γιατί λέμε:
Αυτοί που φορούν τη λεγόμενη βασιλική στολή αποτελούν κι αυτοί μια μερίδα απ’ τον εργαζόμενο λαό, κι αν καταλάβουν ότι ο πόλεμος είναι ένα φαινόμενο καταδικαστέο και αντίθετο με τα συμφέροντα του λαού, τότε αυτοί οι ίδιοι οι φαντάροι, ακόμα και χωρίς να τους προτρέψουμε εμείς να κάνουν κάτι τέτοιο, θα ξέρουν πολύ καλά τι θα κάνουν όταν έρθει μια τέτοια στιγμή. Όπως βλέπετε, κύριοι, η προπαγάνδα που διεξάγουμε ενάντια στο μιλιταρισμό δεν είναι τόσο φτωχή και τόσο απλοϊκή, όσο φαντάζεται ο εισαγγελέας. Διαθέτουμε πολλά και διάφορα μέσα δράσης ενάντια στο μιλιταρισμό:

- Διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, πράγμα που το κάνουμε με ζήλο και με επιτυχία παρ’ όλα τα εμπόδια που βάζουν στο δρόμο μας.

- Προπαγάνδα υπέρ της εφαρμογής του συστήματος της πολιτοφυλακής.

- Μαζικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις στους δρόμους.

Τέλος, ρίξτε και μια ματιά στην Ιταλία. Δείτε με ποιό τρόπο οι συνειδητοποημένοι εργάτες αντέδρασαν ενάντια στην περιπέτεια του πολέμου της Τρίπολης: Με μια μαζική απεργία που οργανώθηκε μ’ έναν υπέροχο τρόπο. Και πως αντέδρασε σ’ αυτό τον πόλεμο η γερμανική σοσιαλδημοκρατία;
Στις 12 του Νοέμβρη, η εργατική τάξη του Βερολίνου στα πλαίσια μιας αλυσίδας 12 συγκεντρώσεων, υιοθέτησε μια απόφαση σύμφωνα με την οποία τιμούσε τους Ιταλούς συντρόφους και τους έδινε συγχαρητήρια για τη μαζική τους απεργία.
Ξέρω ότι μετά από αυτό που είπα για τη μαζική απεργία, ο εισαγγελέας θα πει: «Χμ!... μαζική απεργία... Ε, να λοιπόν που σ’ έπιασα»! Νομίζει ότι σ’ αυτές τις λέξεις – μαζική απεργία – βλέπει τις πιο απόκρυφες ανατρεπτικές μου προθέσεις, μια και η μεγάλη απεργία απ’ τη φύση της την ίδια τραντάζει το κράτος.
Σήμερα το πρωί, ο εισαγγελέας βάσισε όλο το κατηγορητήριο του κι έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην προπαγάνδα που κάνουμε για την πραγματοποίηση μιας μαζικής απεργίας. Την καμπάνια που κάνουμε για τη μαζική απεργία, ο εισαγγελέας την συνδυάζει με τρομαχτικές προοπτικές, με προοπτικές βίαιης επανάστασης, τόσο φοβερές που πραγματικά μόνο στη φαντασία ενός Πρώσσου εισαγγελέα θα μπορούσαν να υπάρχουν.
Κύριε εισαγγελέα, αν υπέθετα ότι υπάρχει σε σας και η παραμικρή δυνατότητα να κατανοήσετε τον τρόπο σκέψης της σοσιαλδημοκρατίας και να αντιληφθείτε την ιστορία με λιγότερα χυδαίο τρόπο απ’ ότι την αντιλαμβάνεστε, θα σας εξηγούσα αυτά που εκθέτω με επιτυχία σ’ όλες τις συγκεντρώσεις που οργανώνουμε. Τότε θα καταλαβαίνατε ότι οι μαζικές απεργίες χαρακτηρίζουν μια ορισμένη φάση της σημερινής κατάστασης και σαν τέτοιες, δεν θα μπορούσανε ούτε να «κατασκευαστούν», πολύ δε περισσότερο δεν θα μπορούσε να «κατασκευαστεί» μια επανάσταση. Οι μαζικές απεργίες αποτελούν μια μόνο από τις φάσεις της πάλης των τάξεων, μια φάση προς την οποία – είναι αλήθεια – η σημερινή εξέλιξη μας οδηγεί με τη σιδερένια αναγκαιότητα ενός φυσικού φαινομένου.
Ολόκληρος ο δικός μας ρόλος, ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας, συνίσταται στο να βοηθήσουμε την εργατική τάξη να συνειδητοποιήσει αυτή την τάση της εξέλιξης, έτσι που οι εργάτες να γίνουν μια λαϊκή διαπαιδαγωγημένη μάζα, πειθαρχική, αποφασισμένη και δραστήρια, ικανοί να σταθούν στο ύψος των ιστορικών τους καθηκόντων.
Όπως βλέπετε λοιπόν, επισείοντας ο κύριος εισαγγελέας το φάντασμα της μαζικής απεργίας, έτσι όπως αυτός το καταλαβαίνει, θέλει να με καταδικάσει για μια ακόμα φορά, όχι για τις ιδέες που έχω, αλλά για τις ιδέες που αυτός έχει.
Πριν καταλήξω στα συμπεράσματά μου, θα ‘θελα να κάνω μια άλλη παρατήρηση. Στο κατηγορητήριό του ο κύριος εισαγγελέας έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο ταπεινό μου πρόσωπο. Με περιέγραψε σαν φοβερό κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους. Δεν δίστασε ακόμα και να πέσει χαμηλά, μα πολύ χαμηλά, κατεβαίνοντας μέχρι το επίπεδο μιας χυδαίας παλιοφυλλάδας, της KLADDERADATS (Σ.Μ.: σατιρική εβδομαδιαία εφημερίδα του Βερολίνου, 1848 – 1944) και να υπεθνυμίσει ότι με αποκαλούν «Ρόζα η κόκκινη». Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, τόλμησε να αμφισβητήσει την προσωπική μου αξιοπρέπεια, λέγοντας πως θα δραπέτευα στην περίπτωση που το δικαστήριο θα εξέδιδε στη συνέχεια αταδικαστική απόφαση. Κύριε εισαγγελέα, απαξιώ ν’ απαντήσω σ’ αυτές τις συκοφαντίες που κατευθύνονται ενάντια στο πρόσωπό μου, αλλά θα σας πω ένα πράγμα μόνο: Δεν έχετε καμία ιδέα του τι σημαίνει σοσιαλδημοκράτης.

(Στο σημείο αυτό επεμβαίνει ο πρόεδρος και την διακόπτει λέγοντας: «Δεν βρισκόμαστε εδώ για να ακούσουμε πολιτικό λόγο»).

Μόνο στο 1913, πολλοί από τους συναδέλφους σας δικαστικούς εργάστηκαν οι κακόμοιροι με τον ιδρώτα του προσώπου τους για να καταδικάσουν τα εντυπά μας, καταδικάζοντας πολλούς συντρόφους μας σε 60 μήνες φυλακή. Μήπως κατα τύχη ακούσατε από κανέναν απ’ αυτούς τους φτωχούς αμαρτωλούς ότι προσπάθησε να το σκάσει για ν’ αποφύγει την καταδίκη του; Νομίζετε ότι αυτή η βροχή των καταδικαστικών αποφάσεων θα μπορούσε να πτοήσει έστω κι ένα σοσιαλδημοκράτη και να τον κάνει να μείνει πίσω στην εκτέλεση των καθηκόντων του ή να τον τρομοκρατήσει;
Α! Όχι κύριοι, το έργο μας περιφρονεί και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το πυκνό δίχτυ των δικαστικών σας παραγράφων. Το δίχτυ των δικαστικών σας παραγράφων δεν κατορθώνει να πτοήσει το έργο μας που μεγαλώνει και πληθαίνει σε πείσμα των εισαγγελέων όλου του κόσμου!
Δύο λόγια ακόμα και τελειώνω με τη χοντροκομμένη επίθεση που μου ‘καναν και που τελικά ξαναγυρίζει σ’ αυτόν που την οργάνωσε. Ο εισαγγελέας δήλωσε ρητά – το σημείωσα καλά αυτό – ότι ζήτησε την άμεση σύλληψή μου γιατί ήταν απόλυτα σίγουρος ότι θα το ‘σκαγα. Μ’ άλλα λόγια μας λέει τι θα ‘κανε αυτός στη θέση μου και ο συλλογισμός του είναι ο παρακάτω: Αν εγώ ο εισαγγελέας κινδύνευα να καταδικαστώ σε φυλάκιση ενός έτους, θα το ‘σκαγα.
Κύριε εισαγγελέα, δεν έχω καμιά αμφιβολία γι’ αυτό και το πιστεύω απόλυτα, ότι αν είσαστε στη θέση μου θα το σκάγατε από το φόβο σας. Ένας σοσιαλδημοκράτης όμως, α... όχι, αυτός να ‘στε σίγουρος ότι δε το σκάει, δε θα το ‘κανε ποτέ αυτό. Υπερασπίζει τις πράξεις του, απαντά στις κατηγορίες σας και γελά με τις καταδίκες σας.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΕ ΜΕ.

Σημειώσεις:
1. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ παραθέτει ειρωνικά εδώ μια φράση απ’ το λόγο που έβγαλε ο Γουλιέλμος ο 2ος στα στρατεύματά του πριν αυτά εκστρατεύσουν ενάντια στιν Κινα το 1900. Ο λόγος αυτός του Γουλιέλμου είχε ακριβώς σα σκοπό να διεγείρει το μίσος των μεγμανών στρατιωτών ενάντια στους Κινέζους. (Σ.Μ.)
2. Πρόκειται για μια φράση από τα εμβατήρια της εποχής εκείνης, την οποία ειρωνικά αναφέρει η Ρόζα Λούξεμπουργκ (Σ.Μ.)
3. Στα γερμανικά λέξη προς λέξη KADAVERHARSAM που σημαίνει υπακοή του θύματος.
4. Ζ. Φρεμόντ: Η πρώτη Διεθνής, τόμος 1, σελ.404
5. 7ο Διεθνές Σοσιαλιστικό Συνέδριο. Αναλυτικά πρακτικά. Βρυξέλλες 1908, σελ. 422 -423. Το Συνέδριο απαριθμεί τις σπουδαιότερες κρίσεις που έθεσαν κατα καιρούς σε κίνδυνο την ειρήνη της Ευρώπης αρχίζοντας από την υπόθεση Φακόντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου