Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΕΙΜΕΡΙΑΣ ΝΑΡΚΗΣ - INTERNATIONALE SITUATIONNISTE

(Το παρόν κείμενο το 'αλιεύσαμε' από το βιβλίο "internationale situationniste - το ξεπέρασμα της τέχνης - ανθολογία κειμένων της καταστασιακής διεθνούς", εκδόσεις ύψιλον. Είχε δημοσιευθεί στο 7ο τεύχος της Καταστασιακής Διεθνούς.)

Η γεωπολιτική της χειμερίας νάρκης

Η «ισορροπία τρόμου» ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικές ομάδες κρατών, που αποτελεί το πιο φανερό από τα βασικά δεδομένα της τωρινής παγκόσμιας πολιτικής, είναι και ισορροπία παραίτησης: από τη μια μεριά, ο καθένας από τους ανταγωνιστές οφείλει να παραιτείται για χάρη της επιβίωσης του άλλου, από την άλλη, μέσα στα σύνορά τους, η «ισορροπία τρόμου» στηρίζεται κι αναπαράγει την παραίτηση των ανθρώπων, την εγκατάλειψή τους σε μια μοίρα που έχει ξεφύγει τόσο απόλυτα από τα χέρια τους, ώστε η ίδια η ύπαρξη του πλανήτη καταντάει ζήτημα τύχης, ζήτημα της προσοχής και της επιδεξιότητας κάποιων απρόσιτων στρατηγών. Αυτή η παραίτηση συνεπάγεται αυστηρά τη γενικευμένη εγκατάλειψη σε ότι υπάρχει, δηλαδή στις συνυπάρχουσες εξουσίες των ειδικών που οργανώνουν αυτήν τη μοίρα. Από την πλευρά τους, χάρη σ’ αυτήν την ισορροπία, αυτοί οι ειδικοί κερδίζουν ένα παραπάνω πλεονέκτημα εφόσον τους επιτρέπει να εξουδετερώνουν με ταχύτητα κάθε πρωτότυπο πείραμα χειραφέτησης που γεννιέται ξαφνικά στο περιθώριο των συστημάτων τους (με πρώτο το σημερινό κίνημα των υπανάπτυκτων χωρών). Είναι γνωστό ότι χάρη σ’ αυτόν το μηχανισμό εξουδετέρωσης μιας απειλής μέσω της προβολής μιας άλλης – και δεν έχει σημασία ποιος προστάτης κερδίζει σε κάθε περίπτωση – συντρίφτηκε η επαναστατική έκρηξη στο Κονγκό με την αποστολή του εκστρατευτικού σώματος του Ο.Η.Ε. (δύο μέρες μετά την απόβασή του, στις αρχές του Ιουλίου του 1960, τα στρατεύματα της Γκάνα, που είχαν φτάσει πρώτα, χρησιμοποιήθηκαν για την καταστολή της απεργίας των συγκοινωνιών στην Λεοπολντβίλε), και το ίδιο σενάριο επαναλήφθηκε στην Κούβα με το σχηματισμό ενός μοναδικού κόμματος (το Μάρτιο του 1962 ο γνωστός από το ρόλο του στην καταστολή της ισπανικής επανάστασης στρατηγός Λίστερ, αναγορεύτηκε επίτιμος στρατάρχης του κουβανέζικου στρατού).
Στην πραγματικότητα τα δύο στρατόπεδα δεν προετοιμάζουν πόλεμο. Στόχος τους είναι η απεριόριστη διατήρηση αυτής της ισορροπίας, που ανταποκρίνεται άψογα στην εσωτερική σταθεροποίηση της εξουσίας τους. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως αυτός ο στόχος θα κινητοποιήσει τεράστια αποθέματα, εφόσον τους επιβάλλει να εκμεταλλευτούν όσο περισσότερο γίνεται το θέαμα της πιθανότητας ενός πολέμου. Έτσι ο Μπάρι Κόμμονερ, πρόεδρος της επιστημονικής επιτροπής στην οποία η κυβέρνηση των Η.Π.Α. ανάθεσε την εκτίμηση των καταστροφών ενός θερμοπυρηνικού πολέμου, δήλωσε ότι μια ώρα μετά την έκρηξη αυτού του πολέμου θα ‘χουν σκοτωθεί εικοσιτέσσερα εκατομμύρια αμερικάνοι, ενώ οι άλλοι δεν θα ‘χουν καμιά ελπίδα να συνεχίσουν μια φυσιολογική ζωή. Τα στρατηγεία, που έχουν υιοθετήσει ως μονάδα μετρήσεως το mega body (ένα εκατομμύριο πτώματα), δέχτηκαν ότι είναι τελείως μάταιο να προχωρήσουν τους υπολογισμούς τους πέρα από τις πρώτες δώδεκα ώρες, εφόσον δεν διαθέτουν την πληροφορία του πειράματος που απαιτείται για έναν παραπέρα σχεδιασμό. Σύμφωνα με τον Νίκολας Βιτσνεϋ, μια πρωτοποριακή τάση της αμερικάνικης αμυντικής θεωρίας έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι «ο καλύτερος τρόπος για ν’ αποτραπεί ο κίνδυνος επίθεσης είναι η τοποθέτηση μιας γιγάντιας θερμοπυρηνικής βόμβας στα βάθη της γης: αν ο αντίπαλος τολμήσει επίθεση, η βόμβα θα πυροδοτούνταν κι η Γη θα γινόταν κομμάτια» (Le Monde, 5 Ιανουαρίου 1962).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι θεωρητικοί αυτού του «Συστήματος της Έσχατης Κρίσης» (Doomsday System)βρήκαν το απόλυτο όπλο της υποταγής, εκφράζοντας για πρώτη φορά με συγκεκριμένες τεχνικές δυνάμεις την άρνηση της ιστορίας. Ωστόσο η αυστηρή λογική αυτών των θεωρητικών ανταποκρίνεται σε μια μόνο πλευρά της αντιφατικής ανάγκης της κοινωνίας της αλλοτρίωσης, μιας κοινωνίας που επιδιώκει αμείωτα να εμποδίσει τη ζωή των ανθρώπων, οργανώνοντας την επιβίωσή τους (βλ. την αντίθεση των εννοιών «ζωή» κι «επιβίωση» όπως την περιγράφει ο Βανεγκέμ στις Βασικές Κοινοτοπίες). Έτσι το Doomsday System, περιφρονώντας ακόμα και την επιβίωση που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της σημερινής και μελλοντικής εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας, παίζει απλώς το ρόλο του ύστατου επιχειρήματος των γραφειοκρατών αρχόντων μας, τον κατά παράδοξο τρόπο ρόλο του εγγυητή της σοβαρότητάς τους. Συνολικά όμως για να ‘ναι αποτελεσματικό αυτό το θέαμα του επερχόμενου πολέμου πρέπει από τώρα κιόλας να ρυθμίσει την ειρήνη που γνωρίζουμε, εξυπηρετώντας τις θεμελιώδεις απαιτήσεις της.
Απ’ αυτήν την άποψη η τρομακτική διάδοση των αντιατομικών καταφύγιων μέσα στο 1961, σημαδεύει αποφασιστικά τον ψυχρό πόλεμο, σημειώνοντας ένα ποιοτικό άλμα που αργότερα θα φανεί η σημασία του στη διαδικασία σχηματισμό μιας παγκόσμιας, κυβερνοποιημένης κι ολοκληρωτικής κοινωνίας. Η κίνηση αυτή άρχισε στις Η.Π.Α., όπου τον περασμένο Ιανουάριο, ο Κέννεντυ μπόρεσε κιόλας να βεβαιώσει το Κογκρέσο ότι: «Το πρώτο σοβαρό πρόγραμμα καταφυγίων της πολιτικής άμυνας έχει αρχίσει να εφαρμόζεται με τον εντοπισμό, τη χαρτογράφηση και την υποθήκευση πενήντα εκατομμυρίων οικοπέδων. Ζητώ λοιπόν τη συγκατάθεσή σας για την υποστήριξη που έδωσαν οι ομοσπονδιακές αρχές στην κατασκευή αντιατομικών καταφυγίων στα σχολεία, τα νοσοκομεία και σ’ άλλους παρόμοιους χώρους» (Μήνυμα για την κατάσταση της Ένωσης). Αυτή η κρατική οργάνωση της επιβίωσης επεκτάθηκε γρήγορα, περισσότερο ή λιγότερο μυστικά, και στις άλλες σημαντικές χώρες των δύο στρατοπέδων. Η Ομοσπονδιακή Γερμανία για παράδειγμα, ασχολήθηκε πρώτα – πρώτα με την επιβίωση του καγκελάριου Αντενάουερ και του επιτελείου του (ενώ η δημόσια αποκάλυψη αυτών των έργων οδήγησε στην κατάσχεση του περιοδικού Quick του Μονάχου). Η Σουηδία κι η Ελβετία σκάβουν συλλογικά καταφύγια στα βουνά τους, όπου θαμμένοι οι εργάτες με τα εργοστάσιά τους θα εξακολουθούν να παράγουν, χωρίς να εγκαταλείπουν τη θέση τους, μέχρι την αποθέωση του Doomsday System. Οπωσδήποτε όμως η βάση της πολιτικής άμυνας βρίσκεται στις Η.Π.Α. όπου ανθούν πλήθος εταιρίες – η Peace O’ Mind Shelter Company στο Τέξας, η American Survival Products Corporation στο Μέρυλαντ, η Fox Hole Shelter Inc. στην Καλιφόρνια ή η Bee Safe Manufacturing Company στο Οχάιο -, διαφημίζοντας κι εγκαθιστώντας πολυάριθμα ιδιωτικά καταφύγια, δηλαδή καταφύγια που αποτελούν ατομική ιδιοκτησία για την οργάνωση της επιβίωσης κάθε οικογένειας. Απ’ ότι ξέρουμε γύρω απ’ αυτήν τη μόδα αναπτύσσεται μια καινούργια ερμηνεία της θρησκευτικής ηθικής, καθώς διάφοροι κληρικοί υποστηρίζουν ότι θα πρέπει ν’ απαγορευτεί, ακόμα και με τ’ όπλο στο χέρι , η είσοδος αγνώστων ή και φίλων σ’ αυτά τα καταφύγια, ώστε να σωθεί η οικογένεια και μόνο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ηθική θα πρέπει να προσαρμοστεί στο ζήτημα των καταφυγίων, ώστε να συνδράμει στην τελειοποίηση αυτής της τρομοκρατίας, της συμμόρφωσης όλων σ’ έναν κανόνα που διατρέχει κάθε διαφήμιση στο μοντέρνο καπιταλισμό. Μέχρι τώρα ήταν δυσβάσταχτο ν’ αντικρίζεις την οικογένειά σου και τους γείτονές σου χωρίς να ‘χεις το τάδε αυτοκίνητο που σου επιτρέπει ν’ ανέβεις με πίστωση σε κάποιο μισθολογικό επίπεδο (εύκολα αναγνωρίσιμο στα μεγάλα αστρικά σύνολα αμερικάνικου τύπου, όλου η οικοδόμηση των συνόλων κατοικιών γίνεται με βάση αυτό το μισθολογικό επίπεδο). Τώρα θα ‘ναι ακόμα πιο δύσκολο να μην εξασφαλίσεις στους δικούς σου εκείνο το επίπεδο επιβίωσης που μπορείς, σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς.
Γενική ήταν η άποψη ότι στις Η.Π.Α., από το 1955 κιόλας, ένας σχετικός κορεσμός στη ζήτηση «αγαθών διαρκείας» προκαλούσε μια ανεπάρκεια της τόνωσης που θα ‘πρεπε να προσφέρει η κατανάλωση στην οικονομική ανάπτυξη. Γι’ αυτό ακριβώς επιβλήθηκαν σε τέτοιο βαθμό τα κάθε λογής ευτελή αντικείμενα, τα λεγόμενα γκάτζετς (gadgets), που εκπροσωπούν μια εξαιρετικά ευέλικτη παραφυάδα του τομέα των αγαθών μέσης διάρκειας. Η σημασία του καταφυγίου γίνεται ολοφάνερη σ’ αυτήν την προοπτική της αναγκαίας αύξησης της ανάπτυξης. Με την εγκατάσταση των καταφυγίων και τις προβλεπόμενες προεκτάσεις, ότι φτιάξαμε πάνω στη γη υποχρεωνόμαστε να το φτιάξουμε και υπόγεια. Το πώς θα εξοπλίσουμε ένα σπίτι θα μας απασχολεί πια δύο φορές. Έτσι βρισκόμαστε μπροστά στην επιβολή μιας καινούργιας έννοιας της διάρκειας, σε μια καινούργια διάσταση. Αυτές οι υπόγειες επενδύσεις σε στρώματα που μέχρι τώρα η κοινωνία της αφθονίας είχε αφήσει ανεκμετάλλευτα, θα φέρουν μια άνθιση στην παραγωγή και στην κατανάλωση των αγαθών μέσης διάρκειας που ήδη χρησιμοποιούνται στην επιφάνεια της γης, κι ακόμα μια άνθιση της βιομηχανίας των κονσερβών, εφόσον κάθε καταφύγιο πρέπει να διαθέτει το μέγιστο δυνατό απόθεμα τροφίμων. Άλλο τόσο θα γνωρίσει άνθιση η βιομηχανία καινούργιων και ιδιαίτερων γκάτζετς, σαν τις πλαστικές σακούλες που θα τυλίγουν όσους πεθαίνουν στα καταφύγια, συνεχίζοντας ασφαλώς να βρίσκονται στον ίδιο χώρο με τους ζωντανούς.
Βέβαια δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι όλα αυτά τα ιδιωτικά καταφύγια είναι ελάχιστα αποτελεσματικά (για παράδειγμα εξαιτίας τεχνικών παραλείψεων τόσο ανόητων όσο η έλλειψη ενός αυτόνομου συστήματος παροχής οξυγόνου) κι ότι ακόμα και τα πιο τελειοποιημένα συλλογικά καταφύγια θα προσφέρουν ένα ελάχιστο περιθώριο επιβίωσης αν κατά τύχη ξεσπάσει πραγματικά ο θερμοπυρηνικός πόλεμος. Όπως όμως συμβαίνει μ’ όλους τους νταβατζήδες, η αντιατομική προστασία είναι απλώς πρόφαση. Η αληθινή χρησιμότητα των καταφυγίων βρίσκεται στη μέτρηση (και συνεπώς στην ενίσχυση) της δουλικότητας των ανθρώπων και στην χρησιμοποίησή της για τους σκοπούς αυτής της κοινωνίας. Σαν δημιουργία ενός καινούργιου καταναλώσιμου αγαθού στην κοινωνία της αφθονίας, τα καταφύγια αποδεικνύουν καλύτερα από κάθε άλλο προϊόν ότι η εξουσία μπορεί να βάζει τους ανθρώπους να δουλεύουν για να ικανοποιήσουν διάφορες τεχνητές ανάγκες, που οπωσδήποτε «παραμένουν ανάγκες χωρίς ποτέ να ‘ταν επιθυμίες» και χωρίς να υπάρχει περίπτωση να γίνουν επιθυμίες. Η δύναμη αυτής της κοινωνίας, η επίφοβη αυτοματική ευφυΐα της, μπορεί να μετρηθεί σ’ αυτήν την οριακή περίπτωση που τελικά θα μπορούσε να διακηρύξει βίαια ότι επιβάλλει μια τόσο κενή κι απελπιστική ζωή, ώστε η καλύτερη λύση θα ‘ταν να κρεμαστούμε, δίνοντάς της την ευκαιρία να προωθήσει μια ακόμα καθαρή κι αποδοτική επιχείρηση κατασκευάζοντας τυποποιημένες κρεμάλες. Αλλά η έννοια της επιβίωσης, μέσα σ’ όλον αυτόν τον καπιταλιστικό πλούτο της, σημαίνει μια αυτοκτονία που διαρκώς αναβάλλεται μέχρι την τελική εξάντληση, μια καθημερινή και μέχρι το θάνατο απάρνηση της ζωής. Το δίκτυο των καταφυγίων – που δεν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν κατά τον πόλεμο αλλά αμέσως μετά – δίνει μια, προς το παρόν υπερβολική και χοντροκομμένη εικόνα της ζωής όταν θα ‘χει τελειοποιηθεί ο γραφειοκρατικός καπιταλισμός. Ένας νεοχριστιανισμός αντικαθιστά το χριστιανικό ιδεώδες της θυσίας και της απάρνησης, μια καινούργια ταπεινοφροσύνη προσαρμοσμένη στις επιταγές της βιομηχανικής ανάπτυξης. Ο κόσμος των καταφυγίων δεν αρνιέται πως είναι μια κοιλάδα δακρύων με κλιματιζόμενο αέρα. Ο συνασπισμός των μάνατζερς και των κάθε λογής παπάδων τους μπορεί να συμφωνήσει σ’ ένα ενωτικό πρόγραμμα: μαζικός υπνωτισμός συν υπερκατανάλωση.
Η επιβίωση, το αντίθετο της ζωής, αν και σπάνια γίνεται αποδεκτή τόσο καθαρά όσο στην περίπτωση των αγοραστών καταφυγίων του 1961, ξαναβρίσκεται σ’ όλα τα επίπεδα του αγώνα ενάντια στην αλλοτρίωση. Τη συναντάμε στην παλιά αντίληψη της τέχνης, που τόνιζε κυρίως την επιβίωση μέσω του έργου, θεωρώντας το ομολογία απάρνησης της ζωής, δικαιολογία και παρηγοριά συνάμα (ιδιαίτερα από την αστική εποχή της αισθητικής, που αποτέλεσε γήινο υποκατάστατο του θρησκευτικού).
Την ξαναβρίσκουμε ακόμα και στο πιο στοιχειώδες στάδιο της ανάγκης, στην ανάγκη για τροφή και κατοικία, μ’ αυτόν τον «εκβιασμό στο όνομα της χρησιμότητας» που καταγγέλλει το Στοιχειώδες Πρόγραμμα της ενιαίας πολεοδομίας (καταστασιακή διεθνής 6), έναν εκβιασμό που εξουδετερώνει κάθε ανθρώπινη κριτική του περιβάλλοντος (με το απλό επιχείρημα ότι χρειαζόμαστε στέγη).
Η καινούργια κατοικία που διαμορφώνεται στα «μεγάλα συγκροτήματα κατοικιών» είναι στενά συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική των καταφυγίων. Απλώς εκπροσωπεί ένα κατώτερο στάδιό της, παρόλο που η συγγένεια τους είναι μεγάλη και το πέρασμα απ’ τη μια στην άλλη γίνεται με ενιαίο τρόπο: πρώτο παράδειγμα στη Γαλλία είναι αυτό το συγκρότημα που χτίστηκε στη Νίκαια έχοντας για υπόγειο ένα αντιατομικό καταφύγιο για τους κατοίκους του. Η συγκεντρωτική οργάνωση της επιφάνειας αποτελεί φυσιολογική κατάσταση μιας σχηματιζόμενης κοινωνίας, που η παθολογική υπερβολή της συνοψίζεται θαυμάσια στις υπόγειες κατασκευές της. Αυτή η αρρώστια αποκαλύπτει καλύτερα το σχήμα αυτής της υγείας. Στην επιφάνεια της γης η πολεοδομία της απελπισίας κυριαρχεί όλο και πιο γρήγορα όχι μόνο στα αστικά κέντρα των Η.Π.Α. αλλά και σ’ αυτά πολύ πιο καθυστερημένων ευρωπαϊκών χωρών ή ακόμα και στην Αλγερία της νέο-αποικιακής περιόδου όπου εγκαταστάθηκε το «σχέδιο Κονσταντίν».
Στα τέλη του 1961, η πρώτη μορφή του Γαλλικού εθνικού χωροταξικού σχεδίου (που στη συνέχεια πήρε ηπιότερες μορφές), στο κεφάλαιο για την περιοχή του Παρισιού επέκρινε «την εμμονή ενός αδρανούς πληθυσμού να κατοικεί μέσα στην πρωτεύουσα) ενώ, σύμφωνα με τους ειδικούς της ευτυχίας και του μέλλοντος, «θα μπορούσε να κατοικήσει πιο ευχάριστα έξω από το Παρίσι». Ζητούσαν λοιπόν να εξαλειφτεί αυτός ο ενοχλητικός παραλογισμός, νομιμοποιώντας «τη συστηματική αποθάρρυνση της παραμονής αυτών των άεργων» στο Παρίσι.
Φυσικά επειδή η κυριότερη άξια λόγου δραστηριότητα είναι η συστηματική – και μέχρι τη συγκεκριμένη εξάλειψή τους – αποθάρρυνση των υπολογισμών των μάνατζερς που κινούν μια τέτοια κοινωνία, και επειδή οι ίδιοι τις σκέφτονται πολύ πιο σταθερά από το ναρκωμένο πλήθος των εκτελεστών, οι προγραμματιστές στήνουν τα αμυντικά συστήματά τους σ’ όλες τις σημερινές διαμορφώσεις του εδάφους. Με την κανονική μορφή μιας κατοικίας ή με την «πληθωρική» μορφή ενός οικογενειακού τάφου που θα κατοικηθεί προληπτικά, ο σχεδιασμός καταφυγίων για τον πληθυσμό πρέπει να αποτελέσει καταφύγιο προστασίας της εξουσίας αυτών των ειδικών. Τα αφεντικά που ελέγχουν την μέγιστη δυνατή κονσερβοποίηση και απομόνωση των σκλάβων τους, ακριβώς επειδή ανακατεύονται μ’ αυτήν την επιχείρηση ξέρουν να αμύνονται για στρατηγικούς σκοπούς. Οι Οσμάν (Haussmann) του 20ου αιώνα, οι σημερινοί πολεοδόμοι – στρατηγοί δεν έχουν πια ανάγκη να σιγουρέψουν την ανάπτυξη των κατασταλτικών δυνάμεών τους χαράζοντας ευθείες οδούς και τετράγωνα στις παλιές συνοικίες των πόλεων. Διασκορπίζοντας τον κόσμο στο έπακρο σ’ αυτές τις μοντέρνες πόλεις που ενσαρκώνουν την τετραγωνική χάραξη στην καθαρή της μορφή (όπου η αδυναμία των αφοπλισμένων και χωρίς μέσα επικοινωνίας μαζών μεγαλώνει όλο και περισσότερο ακολουθώντας τις όλο και τελειότερα τεχνικά εξοπλισμένες δυνάμεις της αστυνομίας), χτίζουν άτρωτες πρωτεύουσες, όπου για περισσότερη σιγουριά όλοι οι κάτοικοι θα είναι μέλη της ηγετικής γραφειοκρατίας.
Σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης αυτών των πόλεων – κυβερνήσεων μπορούμε να διακρίνουμε: τη «στρατιωτική ζώνη» των Τιράνων, μια συνοικία ξεκομμένη από την πόλη, που προφυλάσσεται από το στρατό και συγκεντρώνει τις κατοικίες των ηγετών της Αλβανίας, το κτήριο της Κεντρικής Επιτροπής, εκπαιδευτικές και νοσοκομειακές εγκαταστάσεις, μαγαζιά και χώρους ψυχαγωγίας γι’ αυτήν την ελίτ που ζει σε πλήρη αυτάρκεια. Τη διοικητική πόλη του Μαύρου Βράχου, που χτίστηκε μέσα σ’ ένα χρόνο για να γίνει πρωτεύουσα της Αλγερίας από τη στιγμή που έγινε φανερό ότι οι Γαλλικές Αρχές δεν κατάφερναν πια να σταθούν κανονικά μέσα σε μια μεγάλη πόλη (οι διοικητική πόλη εκπληρώνει αντίστοιχη λειτουργία με τη «στρατιωτική ζώνη» των Τιράνων, με τη μόνη διαφορά ότι χτίστηκε σε χέρσο έδαφος). Τέλος το καλύτερο παράδειγμα μας προσφέρει η Μπραζίλια που κυριολεκτικά φυτεύτηκε στο κέντρο μιας έρημης έκτασης και εγκαινιάστηκε με την καθαίρεση του Κουάδρος από τους στρατιωτικούς του και τις απαρχές ενός εμφυλίου πολέμου στη Βραζιλία, που λίγο έλλειψε να φτάσει τη γραφειοκρατική πρωτεύουσα (η οποία, όπως είναι γνωστό, αποτελεί υπόδειγμα επιτυχίας της λειτουργικής αρχιτεκτονικής).
Καθώς τα πράγματα βρίσκονται σ’ αυτό το σημείο, βλέπουμε πολλούς ειδικούς να καταγγέλλουν διάφορους ανησυχητικούς παραλογισμούς. Ωστόσο, επειδή δεν έχουν καταλάβει την κεντρική λογική (λογική μιας συνεκτικής παραφροσύνης) που κινεί αυτούς τους φανερούς μεμονωμένους παραλογισμούς – τους οποίους οι ίδιοι ενισχύουν με τις ασχολίες τους -, καταγγέλλουν το παράλογο μ’ έναν τρόπο εξίσου παράλογο ως προς τη μορφή και τα μέσα του. Τι να σκεφτεί κανείς γι’ αυτούς τους εννιακόσιους καθηγητές όλων των πανεπιστημίων και των ινστιτούτων ερευνών της Νέας Υόρκης και της Βοστώνης, που τις 30 Δεκεμβρίου του 1961 απευθύνθηκαν επίσημα, μέσω της New York Herald Tribune στον πρόεδρο Κέννεντυ και στον κυβερνήτη Ροκφέλερ – λίγες μέρες πριν ο Κέννεντυ ανακοινώσει με περηφάνια τα πρώτα 50 εκατομμύρια καταφύγια -, θέλοντας να τους πείσουν για τον ολέθριο χαρακτήρα της (πολιτικής) άμυνας; Τι να σκεφτεί κανείς για την πολλαπλασιαζόμενη ορδή των κοινωνιολόγων, δικαστών, αρχιτεκτόνων, αστυνομικών, ψυχολόγων, παιδαγωγών, υγιεινολόγων, ψυχιάτρων και δημοσιογράφων, που συναντιούνται ασταμάτητα, επιτροπές και συζητήσεις ψάχνοντας όλοι τους κάποια άμεση λύση για να εξανθρωπίσουν τα «μεγάλα συγκροτήματα»; Ο εξανθρωπισμός των μεγάλων συγκροτημάτων είναι φενακισμός τόσο γελοίος όσο και ο εξανθρωπισμός του πυρηνικού πολέμου, και για τους ίδιους λόγους. Τα καταφύγια ανάγουν όχι τον πόλεμο αλλά την απειλή πολέμου στο «ανθρώπινο μέτρο» της. Δηλαδή σ’ αυτό που καθορίζει τον άνθρωπο στο μοντέρνο καπιταλισμό: στο καθήκον της κατανάλωσης. Όλη η έρευνα για τον υποτιθέμενο εξανθρωπισμό, σκοπεύει απλώς να συνενώσει τα πιο αποτελεσματικά ψέματα ώστε να εξουδετερωθεί η αντίσταση των ανθρώπων. Κι ενώ η πλήξη κι η απόλυτη απουσία κοινωνικής ζωής σφυροκοπούν τα μεγάλα συγκροτήματα των προαστίων τόσο άμεσα και απτά όσο και το κρύο το Βερχογιάνσκ, διάφορα γυναικεία περιοδικά αφιερώνουν άρθρα τους για την τελευταία μόδα σ’ αυτά τα καινούργια προάστια, φωτογραφίζοντας στους δρόμους τους τα μανεκέν τους και παίρνοντας συνεντεύξεις από ικανοποιημένους ανθρώπους. Κι επειδή η αποκτηνωτική εξουσία του σκηνικού μετριέται στη διανοητική ανάπτυξη των παιδιών, τονίζουν πόσο για τις διάφορες ανωμαλίες φταίει η έλλειψη «σωστής» κατοικίας στις παλιότερες εξαθλιωτικές συνθήκες. Η τελευταία ρεφορμιστική θεωρία στηρίζει τις ελπίδες της σ’ ένα είδος πολιτιστικού κέντρου, χωρίς ν’ αναφέρει δημόσια αυτήν την λέξη για να μη διώξει τον κόσμο. Στα σχέδια του Συνδικάτου Αρχιτεκτόνων του Σηκουάνα, το προκατασκευασμένο «μπιστρό-λέσχη» που υποτίθεται ότι θα εξανθρωπίσει το έργο τους, έχει τη μορφή κυβικής «πλαστικής κυψέλης» (28Χ18Χ4 μέτρα) «μ’ ένα σταθερό στοιχείο: το μπιστρό που δεν θα πουλά αλκοόλ αλλά μόνο καπνό κι εφημερίδες, ενώ ο υπόλοιπος χώρος θα χρησιμοποιείται από όσους θέλουν ν’ ασχοληθούν με το μαστόρεμα(…) Για να προβληθεί κατάλληλα ο θελκτικός χαρακτήρας αυτού του «μπιστρό-λέσχη», η αισθητική αντίληψη κι η ποιότητα των υλικών του θα μελετηθούν προσεκτικά στο στυλ βιτρίνας ώστε να τραβούν την προσοχή μέρα και νύχτα. Τα παιχνίδια του φωτός θα πρέπει να πληροφορούν για του ζωή του μπιστρό-λέσχης (Le Monde, 22 Δεκεμβρίου 1961).
Να λοιπόν, και μάλιστα διαφημιζόμενο με πολύ αποκαλυπτικούς όρους, το εύρημα που «θα μπορούσε να διευκολύνει την κοινωνική ενσωμάτωση, στο επίπεδο της οποίας θα πλαστεί η ψυχή μιας μικρής πολιτείας». Η απουσία του αλκοόλ δεν θα ‘χει και τόση σημασία: ξέρουμε ότι τώρα πια στη Γαλλία οι συμμορίες των νέων δεν έχουν ανάγκη το αλκοόλ για να τα κάνουν όλα λίμπα. Απ’ ότι φαίνεται τα μπλουζόν νουάρ άφησαν πίσω τους τη λαϊκή γαλλική παράδοση του αλκοολισμού, ενώ ο ρόλος του αλκοόλ εξακολουθεί να ‘ναι τόσο σημαντικός στο χουλιγκανισμό της Ανατολής, κι ακόμα δεν έφτασαν να παίρνουν μαριχουάνα ή δυνατότερα διεγερτικά όπως ή αμερικάνικη νεολαία. Αν και βρίσκονται σ’ ένα ενδιάμεσο στάδιο, περνώντας από το διεγερτικό μιας προηγούμενης ιστορικής περιόδου σ’ αυτό μιας καινούργιας, οι γάλλοι μπλουζόν νουάρ εκδηλώνουν μια ξεκάθαρη βία απαντώντας σ’ αυτόν τον κόσμο που περιγράφουμε και στην φριχτή προοπτική του βολέματος σε κάποια απ’ τις τρύπες του. Χωρίς τον παράγοντα της εξέγερσης, το σχέδιο των συνδικαλισμένων αρχιτεκτόνων έχει οπωσδήποτε συνοχή: οι γυάλινες λέσχες τους σκοπεύουν να παίξουν το ρόλο ενός οργάνου επιπλέον ελέγχου, που θα εξυπηρετήσει το στόχο αυτής της μέγιστης επιτήρησης της παραγωγής και της κατανάλωσης, στην οποία αποβλέπει η περίφημη ενσωμάτωση. Χάρη στη θεωρία του θεάματος καταλαβαίνουμε πολύ καλά τι εννοούν όταν δηλώνουν με τόσο ειλικρίνεια ότι θα διαφημίσουν το «μπιστρό-λέσχη» τους φωτίζοντάς το σαν βιτρίνα: σ’ αυτά τα’ αποτοξινωμένα μπαρ οι καταναλωτές γίνονται κι αυτοί θεαματικοί όπως τα’ αντικείμενα κατανάλωσης, και χρησιμοποιούνται για να φέρουν τον περαστικό μέσα στο «μπιστρό-λέσχη». Ο απόλυτα πραγμοποιημένος άνθρωπος έχει την θέση του στη βιτρίνα σαν επιθυμητή εικόνα της πραγμοποίησης.
Το ενδογενές μειονέκτημα του συστήματος βρίσκεται στ’ ότι δεν μπορεί να πραγμοποιήσει στην εντέλεια τους ανθρώπους. Έχει ανάγκη να τους κάνει να δρουν και να πετυχαίνει τη συμμετοχή τους για να μη σταματήσει η παραγωγή της πραγμοποίησης κι η κατανάλωσή της. Συνεπώς το κυρίαρχο σύστημα βρίσκεται σ’ ένα διαρκή πόλεμο με την ιστορία, με την ίδια του την ιστορία, που είναι ταυτόχρονα ιστορία της ενίσχυσης του και ιστορία της αμφισβήτησής του.
Σήμερα, έπειτα από έναν αιώνα αγώνων και την μεταξύ των δύο Πολέμων εξόντωση του κλασικού εργατικού κινήματος (που αντιπροσώπευε τη δύναμη γενικής αμφισβήτησης) από τους παλιούς και καινούργιους κυρίαρχους τομείς, κι ενώ παρά τα φαινόμενα ο κυρίαρχος κόσμος παρουσιάζεται περισσότερο από ποτέ τελεσίδικος – χάρη στον εμπλουτισμό και την απεριόριστη εξάπλωση ενός αναντικατάστατου μοντέλου -, η κατανόηση αυτού του κόσμου μπορεί να στηριχτεί μόνο στην αμφισβήτηση, μια αμφισβήτηση που είναι αληθινή και πραγματική μόνον ως αμφισβήτηση της ολότητας.
Αυτή η αμφισβήτηση δεν είναι μια θεωρία άσχετη από τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τη ζωή. Πρόκειται αντίθετα για μια πραγματικότητα που υπάρχει στο κεφάλι των ανθρώπων, χωρίς ακόμα να ‘χει δεσμούς με τη θεωρία. Εκείνοι που, έχουν οδηγήσει αρκετά μακριά «τη συνύπαρξη με το αρνητικό» (με τη χεγγελιανή έννοια του όρου), θ’ αναγνωρίσουν με σαφήνεια αυτήν την έλλειψη ως κύρια δύναμή τους και πρόγραμμά τους, αυτοί θα φέρουν στο φώς το μοναδικό θετικό σχέδιο που μπορεί να γκρεμίσει τους τοίχους του ύπνου, τα μέτρα της επιβίωσης, τις βόμβες της έσχατης κρίσης και τους μεγατόνους της αρχιτεκτονικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου